Σε δύο 24ωρα οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων στο νησί, Νίκος Χριστοδουλίδης και Ερσίν Τατάρ, θα συναντηθούν σε μια προσπάθεια να δοθεί μια συνέχεια της άτυπης Διάσκεψης της Γενεύης. Οι προσδοκίες κινούνται πολύ χαμηλά, και οι προοπτικές για μια σημαντική θετική εξέλιξη είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Εν ολίγοις είναι μια συνάντηση η οποία συγκεντρώνει πολλά στοιχεία για να μην ενδιαφερθεί κάποιος. Η ανυπαρξία προοπτικής ή ενός θετικού αποτελέσματος βολεύει προκειμένου να περάσει κάτω από τα ραντάρ του ενδιαφέροντος, πολλών πολιτικών και της κοινής γνώμης. Και κατ’ επέκταση να είναι «ένα θέμα που δεν πουλά».
Βεβαίως, όποιος καεί με τη σούπα φυσάει και το γιαούρτι. Ή στην προκειμένη περίπτωση, οι υπέρμετρες και εξωπραγματικές ελπίδες του παρελθόντος για ανάλογες συναντήσεις, που δεν οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα, οδηγεί σε μια πλήρη αδιαφορία για την όποια συνάντηση. Από το ένα άκρο στο άλλο, από την απόλυτη αισιοδοξία στην σε πλήρη αδιαφορία.
Είναι δεδομένο πως κάποιους δεν βολεύει η παρουσία του Κυπριακού στην καθημερινή συζήτηση. Τους είναι πολύ άβολη η ατζέντα του Κυπριακού. Γιατί είναι μια δύσκολη ατζέντα, για όσους δεν το κατέχουν το θέμα, και από την ώρα που δεν το ξέρουν τότε φαίνεται και η πολιτική τους γύμνια ως προς το μείζον θέμα του τόπου.
Ρίχνοντας μια ματιά στις σημειώσεις μου για τις συζητήσεις που διεξάγονται σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, ιδιαίτερα στο Εθνικό Συμβούλιο, μπορεί να καταλάβω γιατί κάποιες πολιτικές ηγεσίες δεν θέλουν το Κυπριακό στην ατζέντα τους. Κινούνται σε μια λογική που λίγο ή πολύ περιγράφεται με τη φράσει «ό,τι να ’ναι».
Και πιστέψτε αυτή η λογική είναι πιο επικίνδυνη της «όποιας λύσης». Γιατί οι πολιτικοί του «ό,τι να ’ναι» μπορεί κάποια στιγμή να κυβερνήσουν, σε αντίθεση με εκείνους της «όποιας λύσης» που έχουν μηδαμινές πιθανότητες. Γιατί εάν τους δοθεί η ευκαιρία να κυβερνήσουν και θα πρέπει να διαχειριστούν το Κυπριακό απλά δεν θα ξέρουν τι θα κάνουν.
Το Κυπριακό, ωστόσο, μπορεί να μην προσφέρει πόντους στην καθημερινή του ενασχόληση ή συζήτηση, πλην όμως είναι και παραμένει το κατεξοχή ένα θέμα για τον τόπο. Ανεξαρτήτως του που τοποθετείται στις κατά καιρούς δημοσκοπήσεις ή και την προσπάθεια των πολλών να το θέσουν εκτός του ραντάρ της επικαιρότητας, το Κυπριακό και οι όποιες εξελίξεις του, μικρές ή μεγάλες,
Η ιστορία της Κύπρου έδειξε και απέδειξε πως το μόνο θέμα στο οποίο οι πιθανότητες για διορθωτικές κινήσεις είναι απειροελάχιστες, είναι το Κυπριακό. Σε όλα τα άλλα ζητήματα, είτε είναι η οικονομία είτε έχουν να κάνουν με το κράτος δικαίου, οι διορθώσεις είναι δυνατές και προσφέρονται. Όχι όμως για το Κυπριακό.
Είναι λοιπόν ανησυχητικό το γεγονός ότι πολιτικοί και εμπλεκόμενοι στην πολιτική σπρώχνουν τους πολίτες μακριά από του να ενδιαφέρονται για τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Είναι άκρως επικίνδυνο να θέλουν τους πολίτες να αγνοούν το τι συμβαίνει είτε σε συναντήσεις είτε σε συνομιλίες.
Ευθύνη όμως φέρουν οι ίδιοι οι πολίτες που δέχονται να παίξουν εκείνο το παιχνίδι των πολιτικών που είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω αδυναμίας δεν μπορούν να διαχειριστούν έστω και τα βασικά στο Κυπριακό. Το είδαμε μόλις πρόσφατα, με αφορμή την άτυπη διάσκεψη στη Γενεύη. Όπου ενώ όλοι πήγαιναν εκεί για να αναζητήσουν διέξοδο από το υφιστάμενο αδιέξοδο, πως μπορεί να βρεθούν τρόποι για να ανοίξει και πάλι μια συζήτηση στο Κυπριακό, κάποιες πολιτικές ηγεσίες και πολιτικοί ζητούσαν να δοθούν εκ των προτέρων «δώρα» στην τουρκική πλευρά (μιλούσαν για κίνητρα αλλά δώρα είναι που εννοούσαν).
Ενώ η τουρκική πλευρά έλεγε και ξανάλεγε πως δεν συζητούσε ο,τιδήποτε εάν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματά της. Δεν δεχόταν συνέχιση σύμφωνα με το πλαίσιο του ΟΗΕ και ούτε το διορισμό νέου απεσταλμένου, εν τέλει συμφώνησε να γίνουν βήματα, χωρίς τα «δώρα». Τα οποία δώρα, όπως το παρουσίαζαν κάποιοι, δε είχαν να κάνουν με το συγκεκριμένο διάλογο, αλλά άπτονταν των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η άγνοια τους για το Κυπριακό τους οδηγεί στο να το θέλουν εκτός ατζέντας. Κι αυτό είναι επικίνδυνο και οι πολίτες θα πρέπει να το προσέξουν όσο είναι καιρός.