Να νοσταλγήσουμε… τον προκάτοχό του μάς έκανε ο χαιρετισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας στα Βραβεία Θεάτρου ΘΟΚ.

Τολμώ να πω ότι το σκέφτηκα σοβαρά αν θα έβαζα τα αποσιωπητικά στην αμέσως προηγούμενη πρόταση. Υπό την έννοια ότι τουλάχιστον ο Νίκος Αναστασιάδης έδινε μια μικρή «παράσταση» στην καθιερωμένη του εμφάνιση στην τελετή, λες και ζήλευε τους βραβευθέντες. Κυριολεκτικά, ποτέ δεν πλήτταμε, αφού μάς έδινε τροφή για να έχουμε να γράφουμε ακόμη κι όταν ο λογογράφος του έκανε αντιγραφή- επικόλληση μεγάλο μέρος της ομιλίας της προηγούμενης χρονιάς.

Σαν μάννα εξ ουρανού πρέπει να είδε ο Νίκος Χριστοδουλίδης την έκτακτη Σύνοδο για την Ουκρανία εν Παρισίοις, αφού είχε έτσι την ευκαιρία να απουσιάσει δικαιολογημένα και να γλιτώσει την ετήσια ταλαιπωρία της γιορτής του θεάτρου. Ταλαιπωρία δική του, αλλά και δική μας όπως αποδείχτηκε περίτρανα από τον χαιρετισμό που ανέγνωσε αρμοδίως η Υφυπουργός Πολιτισμού.

Και πέρσι ήταν ανάλατη η ομιλία του, αλλά φέτος, μιλάμε, ήταν φάρμακο για την αϋπνία. Θα τη χαρακτήριζα «ιστορική» μόνο από την άποψη ότι ουσιαστικά επισφράγισε το τέλος μιας εποχής που η τελετή Βραβείων Θεάτρου αποτελούσε το καθιερωμένο ετήσιο βήμα για τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να κάνει μαζεμένα τις (κούφιες έστω) εξαγγελίες του για τον Πολιτισμό.

Η ομιλία αναλώθηκε σε μια παράθεση της πολιτικής του Υφυπουργείου Πολιτισμού σε σχέση με τη στήριξη του θεάτρου. Το μόνο σημείο που ένιωσα το σώμα μου να απελευθερώνει αδρεναλίνη ήταν όταν, προς το τέλος, έγινε  αναφορά στο νομοσχέδιο για το Μητρώο Καλλιτεχνών. Καταρχάς, είναι παρήγορο το γεγονός ότι ο Πρόεδρος γνωρίζει, όπως ο ίδιος αποκάλυψε, ότι υπάρχουν «αντιδράσεις σε πτυχές του νομοσχεδίου».

Μη γελάτε για το «γνωρίζει». Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Θα μπορούσε να μην είχε πάρει χαμπάρι ότι δύο μήνες τώρα το έχουν περάσει πριονοκορδέλα σχεδόν όλοι οι φορείς που εκπροσωπούν τους καλλιτέχνες, καθώς και τα μεγάλα πολιτικά κόμματα. Μπορεί ωστόσο να είναι ενήμερος, αλλά δεν είμαι σίγουρος ποιον βαθμό αγγίζει αυτή η επίγνωση, όταν εκφράζει την ευχή το θέμα να συζητηθεί σύντομα στην Επιτροπή Παιδείας και Πολιτισμού της Βουλής και να προχωρήσει για ψήφιση από την ολομέλεια. Διότι με το κλίμα που έχει διαμορφωθεί χλωμό το κόβω αυτό να γίνει και μάλιστα σύντομα.

Αυτό που πάντως έχει ενδιαφέρον και ρίχνει το γάντι στους ενδιαφερόμενους είναι η ατάκα ότι «μέχρι τώρα δεν έχουν υπάρξει ουσιαστικές αντιπροτάσεις». Για να δούμε αν θα το σηκώσουν.

Αφού λοιπόν ο Πρόεδρος δεν μάς έδωσε εμάς τους δημοσιογράφους τροφή για να γράφουμε, πρέπει να ψάξουμε σε άλλα σκονισμένα συρτάρια, όπως αυτά της ήδη κουραστικής και κουρασμένης υπόθεσης της κυπριακής συμμετοχής στην Επίδαυρο. Μιλάμε για κανονική λούπα. Κάθε νέο Διοικητικό Συμβούλιο που αναλαμβάνει εμφανίζεται αποφασισμένο να βρει τρόπο να πιει ο διψασμένος ΘΟΚ δροσερό νερό από την πηγή του Αργολικού Θεάτρου, προβαίνει σε κινήσεις απελπισίας και στο τέλος το μόνο ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι ότι στραπατσάρεται η υπόληψη του καλλιτεχνικού δυναμικού της Κύπρου. Είναι πραγματικά ανεξήγητος αυτός ο υπαρξιακός νταλγκάς, λες και η ίδια η υπόσταση του ΘΟΚ εξαρτάται από τη συμμετοχή του ή όχι στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Ένας ΘΟΚ που πριν από 45 χρόνια πάτησε με τις Ικέτιδες μετά βαΐων και κλάδων για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, επιβάλλοντας ουσιαστικά με το καλλιτεχνικό του ανάστημα στο Φεστιβάλ να καθιερώσει θεσμικά την ετήσια παρουσία του, ένας ΘΟΚ που έγραψε θεατρική ιστορία στην ορχήστρα του μνημείου, σήμερα εμφανίζεται σχεδόν σαν ικέτης.

Υπάρχει μια σεξιστική παροιμία για το πού καταλήγει κάτι παρακαλετό, την οποία δεν υιοθετώ και δεν παραθέτω για να μη ρίξω κι άλλο το επίπεδο… Η ουσία του θέματος είναι ότι προκύπτει το εξής παράδοξο: η πολλή εξωστρέφεια φέρνει εσωστρέφεια. Είναι τόσο απλό.

Τα συζητάμε σχεδόν κάθε χρόνο και το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η Μέρα της Μαρμότας. Ο ΘΟΚ δεν μπορεί να πάει εκεί με τους δικούς του όρους και με βάση τις δικές του δυνάμεις και αναγκάζεται να νερώνει το κρασί του στην πρεμούρα του να βρει μια χαραμάδα προσωρινής εισόδου. Η εμμονή του κρατικού μας θεάτρου να επιδαυρίσει χρήζει πλέον ψυχιατρικής ανάλυσης.

Δεν ξέρω αν το πρόβλημα έχει από κυπριακής πλευράς τις ρίζες του στο ιστορικό τραύμα της απόρριψης και από ελλαδικής σε έναν σχεδόν θεσμοποιημένο ενοχικό σνομπισμό, αλλά το σίγουρο είναι ότι στο βάθος υπάρχει κάποιο σύμπλεγμα. Το χειρότερο, ωστόσο, δεν είναι το ενδεχόμενο σνομπάρισμα από την Ελλάδα, αλλά να φτάσει η ίδια η Κύπρος -οι θεσμοί που την εκπροσωπούν αλλά και οι άνθρωποι του θεάτρου- να το αποδεχτεί. Να σνομπάρει, δηλαδή, τον εαυτό της.

Όσον αφορά τους θεσμούς στην Ελλάδα, το έχουν καταστήσει σαφές με τις πράξεις και με τις τοποθετήσεις τους. Η Λίνα Μενδώνη, που εσχάτως είναι απασχολημένη στο να κατσαδιάζει δημόσια υφισταμένους της, είχε πει ότι υπάρχει η διάθεση αλλά και ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει χαριστικά. Σωστά. Είναι και λογικό και θεμιτό η καλλιτεχνική διεύθυνση του φεστιβάλ να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Τη δουλειά τους κάνουν όλοι αυτοί.

Και ο ΘΟΚ πρέπει να κάνει τη δική του. Πέρα από την ψύχωση της Επιδαύρου, λοιπόν, κυριότερο μέλημα πρέπει να έχει την υπεράσπιση, στήριξη και φροντίδα του καλλιτεχνικού δυναμικού της Κύπρου. Αν δεν κάνω λάθος, αυτό υποδηλώνει και το «Κ» στο ακρωνύμιό του.

Ελεύθερα, 30.3.2025