Δευτέρα σήμερα, η πρώτη μέρα της εβδομάδας, που οι πλείστοι αντιμετωπίζουμε με γκρίνια και κακή διάθεση, αλλά για μας η σημερινή είναι μέρα γιορτής, αφού είμαστε καλεσμένοι για μεσημεριανό στη θεία Αννίκα που θα μας φτιάξει τους θεσπέσιους γίγαντές της. Ο θείος Κόκος από το πρωί προμηθεύει το σπίτι με πρώτης ποιότητας φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Σήμερα θα μας κάνει παρέα και ο ξάδελφος Κωνσταντίνος, συμφοιτητής μου στη Γαλλία το μακρινό έτος 1982 και θα ξανανιώσουμε για λίγο νέοι, ακόμη και παιδιά, όσο υπάρχουν οι θείοι οι οποίοι μας νοιάζονται και μας περιποιούνται.

Η θεία που είναι και νονά της αδελφής μου, υπήρξε πρώτη ξαδέλφη και η πιο στενή φίλη της μητέρας, μέχρι το τέλος της ζωής της. Από τα λίγα πρόσωπα που της συμπαραστέκονταν στην αρρώστια της, ενώ τόσα άλλα έτρεχαν σε χαρούμενες συνάξεις και επισκέψεις, αφού δεν ήθελαν να χαλάσουν τον χρόνο ή τη διάθεσή τους με κάποιον που υπέφερε. Παραμένει ένας σταθερός φάρος στη ζωή μας εδώ και δεκαετίες!

Ενώ οδηγούμε προς το σπίτι της από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου μπαίνει μια ανεπαίσθητη μυρωδιά λεμονανθών από τις λιγοστές πλέον αυλάδες της πόλης και τα πεζοδρόμια με τις κιτρομηλιές. Το σπίτι των θείων ήταν άλλοτε χαμένο σ’ ένα κήπο των Εσπερίδων, ανάμεσα σε περβόλια από λεμονόδεντρα, έτσι λέγαμε τα εσπεριδοειδή στο νησί, που τέτοια εποχή μας μεθούσαν κατά την ανθοφορία τους.

Φασόλες, ως γένους θηλυκού λέμε στα κυπριακά τα φασόλια. Τους γίγαντες δεν τους ξέραμε όταν ήμασταν μικροί, παρά μόνο αυτούς των παραμυθιών. Το σπίτι της θείας δίπλα στη θάλασσα, μύρισε κρεμμύδια, σέλινο, φρέσκο μαϊντανό, δάφνη και διάφορα μπαχάρια όταν βγήκαν αχνιστοί από τον φούρνο για να ευφράνουν τον ουρανίσκο μας. Έχουν τη δική τους ιεροτελεστία και τα μυστικά παρασκευής τους, για να καταστηθούν όλα τα υλικά.

Στον νου μου ήρθε και στρογγυλόκατσε η γιαγιά Δέσποινα η οποία όποτε έφτιαχνε φασόλες μας υπενθύμιζε πως «Οι Ιταλοί επεριπαίζαν εμάς τους Έλληνες“φασολάδες”», ενώ τραγουδούσαμε μαζί της, «Κορόιδο Μουσολίνι, κανείς σας δεν θα μείνει…» και η γιαγιά επαναλάμβανε κάθε φορά «τους Ιταλούς επεριπαίζαν τους “μακαρονάδες”».

Τις φασόλες εμείς, πότε τις τρώγαμε γιαχνί με φρέσκες ντομάτες, πότε βραστές προσθέτοντας ελαιόλαδο, λεμόνι, κρεμμύδι και μαϊντανό. Και αν ήταν η εποχή της ρέγκας, τότε ποιος μας έπιανε. Εγώ ήμουν η υπεύθυνη μόλις σχόλανα να πάω στο «Άστρον», τον φούρνο του Ππασιά για να φέρω ζεστό ψωμί, εφόσον γύρω στις μία, έβγαινε μια νέα φουρνιά. Κρατούσα στην αγκαλιά αυτό το ολόγιομο φεγγάρι ενώ έκοβα την άκρια, την ατζία, που έτρωγα καθ’ οδόν προς το σπίτι. «Πάλε έφαεν μας το ψωμί ο ποντικός;» έλεγε η γιαγιά κι εγώ γελούσα βουτώντας μια φέτα στο πιάτο με τις φασόλες.

Για τους Ιταλούς υπήρχαν ανάμικτα συναισθήματα, αφού τόσοι κύπριοι εθελοντές πολέμησαν το 1940, πολλοί από τους οποίους έχασαν τη ζωή τους. Ήταν ο οικείος εχθρός και εισβολέας που κατά την κατοχή και κρυφά από τους Γερμανούς, αν μπορούσαν θα «έκαναν κόμμα» με τους Έλληνες που υπέφεραν, έδιναν λίγη σοκολάτα ή ζάχαρη στα παιδιά και ερωτεύονταν παράφορα με Ελληνίδες. Τουλάχιστον αυτό έλεγε ο θρύλος, μα και ο γείτονας μας, ο κύριος Μιχαλάκης, που είχε επίσης πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο και έπειτα έμαθε ιταλικά, μέχρι που έκανε και ιταλούς φίλους. «Είμαστε una facia una razza» μας έλεγε.

Είχαμε και οικογενειακούς φίλους στην Κύπρο όπως, ο Bruno Σιαμπτάνης και ο ανηψιός του ο Άκης που επίσης παντρεύτηκε Ιταλίδα, τη Μίλβια, την πρώτη μου δασκάλα ιταλικών. Υπήρξαν κι άλλοι μικτοί γάμοι με καθολικούς, για τους οποίους η γιαγιά αν και θυγατέρα του Παπαρτέμη, ιερέα και δάσκαλου της Τόχνης, δεν αντιμετώπιζε ως αιρετικούς, αφού τόσο αυτή όσο και ο πατέρας της, υπήρξαν πιο ανοιχτόμυαλοι απ’ ότι τις μέρες μας ο Τυχικός.

Ο δάσκαλος ιερέας είχε διδάξει στους μαθητές αλλά και στο ποίμνιο του, την ανεκτικότητα και τον σεβασμό προς τις άλλες θρησκείες, εξ ου και η ειρηνική συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στο χωριό τους. Η μια κοινότητα συμμετείχε στους γάμους και στις γιορτές των άλλων και οι Τουρκοκύπριοι άναβαν κερί στη μεγάλη γιορτή των πολιούχων αγίων του χωριού, Κωνσταντίνου και Ελένης. Όλοι γνώριζαν εξάλλου την αγάπη του και για την αρχαία Ελλάδα, ενώ υποπτεύομαι πως το Πάσχα κατά την περιφορά του Επιταφίου δεν κήδευε μόνο τον Χριστό αλλά και τον Άδωνι.

Με τη θεϊκή φασολάδα της θείας Άννας, ευφράνθηκαν οι ψυχές μας, ενώ επέστρεψαν μέσα από τις κουβέντες μας, μέσα από το θαλασσινό αεράκι και τη μυρωδιά των ανθών και των γεύσεων, οι γιαγιάδες, Δέσποινα και Ανδριανή, ο παππούς Κώτσιος, η μητέρα και οι θείοι που έφυγαν από τη ζωή. Ταπεινά εδέσματα που συνεχίζουμε να καταναλώνουμε σε εβδομαδιαία διάταξη σε όλα τα νοικοκυριά του νησιού, σε αγροτικά αλλά και αστικά σπίτια, από το πιο φτωχικό έως και το πιο εύπορο. Γιατί κατά βάθος είμαστε φασολάδες!

dena.toumazi@gmail.com