«Η λογοκρισία για την τέχνη είναι ό,τι το λιντσάρισμα για τη δικαιοσύνη». Βρίσκω εύστοχο αυτό το απόφθεγμα του αφροαμερικανού καθηγητή του Χάρβαρντ και κριτικού λογοτεχνίας Χένρι Λούις Γκέιτς, ο οποίος το 2009 συνελήφθη επειδή, σύμφωνα με την αστυνομία, επιχείρησε να παραβιάσει το… ίδιο του το σπίτι.
Το ζήτημα απαιτεί λόγια κοφτά και σταράτα: η ελευθερία στην τέχνη και την έκφραση δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Τελεία και παύλα κι αυτό το κείμενο θα έπρεπε να τελειώνει εδώ. Ωστόσο, σε μια δημοκρατία που εκφυλίζεται, το πρώτο πράγμα που διαβρώνεται δεν είναι ούτε οι θεσμοί ούτε οι νόμοι, αλλά η ίδια η αίσθηση του αυτονόητου. Η ελευθερία του λόγου, η καλλιτεχνική έκφραση και η κριτική στις εξουσίες έχουν γίνει αντικείμενα παζαρέματος: υπό προϋποθέσεις, με αστερίσκους και πινακίδες.
Ο έλεγχος της έκφρασης και η άνοδος της «αστυνομίας της σκέψης» είναι σημάδια μιας παρακμάζουσας κοινωνίας που δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Η λογοκρισία δεν επιβάλλεται πάντα με τη βία· συχνά ενδύεται την περιβολή της «ευαισθησίας», της «ευπρέπειας» και της «τάξης». Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ένα περιβάλλον όπου η τέχνη, η σάτιρα και η ελεύθερη σκέψη μπαίνουν στο μικροσκόπιο αυτόκλητων υπερασπιστών της ηθικής.
Σημάδι εκφυλισμού είναι όταν το φαιδρό αφήνεται να ανθίσει, όταν οι γραφικοί αισθάνονται ανίκητοι, δικαιωμένοι. Έτσι, πλέον δεν μαζεύονται. Τραβούν το σκοινί όσο πάει, αφού βλέπουν ότι όχι μόνο τους παίρνει, αλλά κι ότι εξασφαλίζουν δωρεάν διαφήμιση.
Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα: από επιθέσεις σε θεατρικές παραστάσεις και εικαστικές εκθέσεις μέχρι την προσπάθεια να παρουσιαστεί μια αποστειρωμένη εκδοχή της πραγματικότητας. Ιστορικά, αυτή η πορεία είναι γνώριμη. Οι Ναζί ξεκίνησαν τη σκοτεινή τους διαδρομή πολεμώντας πρώτα απ’ όλα την ελευθερία έκφρασης. Απεχθάνονταν τον μοντερνισμό και την καλλιτεχνία της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στη συντηρητική αισθητική, όσο και στη στενοκέφαλη, υστερόβουλη λογική τους η τέχνη δεν ήταν παρά μέσο προπαγάνδας.
Στην ιστορία έχει μείνει η περίφημη έκθεση «Entartete Kunst» που ξεκίνησε από το Μόναχο το 1937, στόχος της οποίας ήταν η καταδίκη της μοντέρνας τέχνης ως παρακμιακής και επικίνδυνης, εν μέσω μιας ζοφερής εκστρατείας λογοκρισίας σε βιβλία, ταινίες, θεατρικά έργα.
Η δημοκρατία δεν πεθαίνει μέσα σε μια νύχτα. Σήπεται σταδιακά, όταν οι πολίτες της συμβιβάζονται με τη φίμωση, όταν ανέχονται να φοβούνται να μιλήσουν ή να εκφραστούν ελεύθερα. Ή όταν αναζητούν οι ίδιοι νέες μορφές φίμωσης και στοχοποίησης και αισθάνονται άνετα να τσαλαβουτούν στα ρυπαρά απόνερα των δημόσιων διασυρμών, όπου η διαφωνία οδηγεί σε εξοστρακισμό. Βλέπουμε καθημερινά τον εθνολαϊκισμό να καλπάζει, να βλέπει και να δαχτυλοδείχνει παντού «εχθρούς», να ερωτοτροπεί με αυταρχικές πρακτικές και να δείχνει τα σάπια δόντια του σε ό,τι αμφιβητεί τη διεστραμμένη λογική «εμείς εναντίον αυτών».
Τις τελευταίες μέρες, παρακολουθούμε μια κωμωδία τρόμου με τραγικότατες προεκτάσεις. Έχουμε περάσει πια το στάδιο της απλής ανησυχίας. Θεοκρατικοί κύκλοι και ακροδεξιοί φασουλήδες επιτίθενται στην τέχνη. Βουλευτές και φανατικοί θεολόγοι αυτοανακηρύσσονται ρυθμιστές του αισθητικού και ηθικού κριτηρίου της κοινωνίας. Βανδαλίζουν έργα σε εθνικά μουσεία, καταθέτουν μηνύσεις, απειλούν και εκφοβίζουν.
Και μπροστά σε όλα αυτά, οι θεσμοί που όφειλαν να αντισταθούν υποχωρούν «για λόγους ασφαλείας». Όταν η Εθνική Πινακοθήκη αφαιρεί έργα μετά από επίθεση ζηλωτών, δεν υπερασπίζεται την τέχνη– την παραδίδει. Όταν οι πολιτικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν τους δράστες με αμηχανία και τακτικισμούς, δεν προστατεύουν τη δημοκρατία– την εκχωρούν. Όταν οι καλλιτέχνες αφήνονται μόνοι να υπερασπιστούν την πιο βασική προϋπόθεση της ιδιότητάς τους, δεν μιλάμε πια για ελεύθερη κοινωνία– αλλά για φοβισμένη.
Δεν πρέπει να υποτιμούμε, επίσης, πόσο γλυκάθηκαν οι εκπρόσωποι αυτής της καταγέλαστης σπείρας θρησκομανών από την προβολή που εξασφάλισαν οι σκοταδιστικές παρεμβάσεις τους. Όσο πλησιάζουν οι εκλογές, θα τις δείτε να εντείνονται. Όσο περισσότερη προσοχή συγκεντρώνουν, τόσο ισχυρότεροι αισθάνονται. Η στρατηγική της πρόκλησης και της επιβολής θρησκευτικής ατζέντας αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματική και αναμένεται το επόμενο διάστημα να λουστούμε κι άλλα τέτοια λύματα.
Το ζήτημα είναι αν έχουμε στομάχι να ασχολούμαστε με τους κρετινισμούς και τους ναρκισσισμούς των σταυροφόρων αγιατολάδων, που επιπλέον προσφέρουν άφθονο περιεχόμενο και «ψωμί» στη βιομηχανία του κουτσομπολιού και του εντυπωσιασμού που εξεμείται από τις οθόνες μας.
Ο Μαρκ Τουέιν είχε πει ότι «λογοκρισία είναι να λες σε κάποιον ότι δεν δικαιούται να φάει μπριζόλα, επειδή ένα μωρό δεν μπορεί να τη μασήσει». Είναι εξίσου γελοία συνθήκη με τα πασίγνωστα αποτελέσματα του φωτομοντάζ σε φωτογραφίες πρώην συντρόφων του Στάλιν που τους έφαγε η μαρμάγκα. Η ανοχή απέναντι σε σκοταδιστικές απόψεις, η υπόγεια -ή και υπέργεια- λογοκρισία στην τέχνη και τα ΜΜΕ, η κατασκευή εχθρών, είναι ενδείξεις ότι η κρίση της δημοκρατίας είναι βαθιά και αμετάκλητη. Δεν νοείται πρόοδος με λογοκρισία. Η λογοκρισία πάει πακέτο με την οπισθοδρόμηση. Υπάρχει ακριβώς για να εμποδίζει την αμφισβήτηση σε υπάρχουσες αντιλήψεις και κατεστημένους θεσμούς.
Ναι, η τέχνη είναι επικίνδυνη. Η καλή τουλάχιστον. Δεν υπακούει, δεν προσαρμόζεται, δεν σιωπά. Και ακριβώς γι’ αυτό, πρέπει να την υπερασπιστούμε. Ο αθυρόστομος και αντικομφορμιστής κωμικός Λένι Μπρους το είχε θέσει θαυμάσια: αν δεν μπορείς να πεις «γαμώ», τότε δεν μπορείς να πεις και «γαμώ την κυβέρνηση». Χωρίς ταραχοποιούς είμαστε χαμένοι. Ελευθερία και δημοκρατία σημαίνει κίνηση και κίνηση σημαίνει τριβή. Χωρίς διαφωνία, χωρίς τριβή και ένταση πολύ απλά δεν είμαστε ελεύθεροι.
Δημοκρατία δεν είναι μόνο να βάζεις ένα ψηφοδέλτιο σε έναν τενεκέ. Είναι και οι εικόνες που αντέχουμε να βλέπουμε, οι λέξεις που επιτρέπουμε να ειπωθούν, οι ιδέες που δεν φοβόμαστε να μοιραστούμε. Όταν η κοινωνία αρχίζει να αποδέχεται ή και να επιζητεί τη φίμωση στο όνομα μιας επίπλαστης ηθικής, μιλάμε πια για μια δημοκρατία που ξεθωριάζει. Ο αυταρχισμός είναι ήδη εδώ.
Ελεύθερα, 23.3.2025