«Λυπάμαι τον καημένο τον μετανάστη
Πού θα ήθελε να είχε μείνει σπίτι
…στο τέλος μένει πάντα τόσο μόνος
Αυτός ο άνθρωπος…
που μισεί με πάθος τη ζωή του
και ομοίως, φοβάται τον θάνατό του
Λυπάμαι τον καημένο τον μετανάστη
του οποίου η δύναμη ξοδεύεται μάταια
…
Του οποίου τα δάκρυα είναι σαν βροχή
Που τρώει αλλά δεν χορταίνει
Που ακούει αλλά δεν βλέπει
Που ερωτεύεται τον ίδιο τον πλούτο»
Πρόκειται για το τραγούδι του Bob Dylan «I Pity the Poor Immigrant» (1967). O Dylan είναι ο μόνος μουσικός και τραγουδοποιός που πήρε Νόμπελ Λογοτεχνίας (2016).
Συγκλονισμό προκάλεσε αυτή τη βδομάδα η ανεπιτυχής προσπάθεια διάσωσης ναυαγών στα ανοικτά του Κάβο Γκρέκο. Συγγενείς των Σύρων μεταναστών ενημέρωσαν τις Αρχές (16/3/2025) ότι αναμενόταν το πλοιάριο, αλλά το στίγμα του χάθηκε. Αμέσως, σκάφος της Λιμενικής Αστυνομίας, drone της Εθνικής Φρουράς και ελικόπτερο βγήκαν στη θάλασσα αλλά δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε, ίσως διότι η έκταση προς έλεγχο είναι τεράστια (1200 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Την επομένη κατά τη διάρκεια περιπολίας ρουτίνας στα διεθνή χωρικά ύδατα, εντοπίστηκε τυχαία πρόσωπο στη θάλασσα, το οποίο διασώθηκε με ελικόπτερο. Σε κοντινή απόσταση εντοπίστηκε σε λίγο και δεύτερο άτομο που διασώθηκε. Εντοπίστηκαν άλλα 7 πρόσωπα νεκρά στη θάλασσα, που μεταφέρθηκαν στο νεκροτομείο. Οι δύο επιζώντες και οι 7 νεκροί είναι άντρες μεταξύ 25 και 30 ετών περίπου. Οι δύο ανασυρθέντες Σύροι επιζώντες, οι οποίοι βρίσκονταν σε κακή ψυχολογική σύγχυση λόγω της υποθερμίας που υπέστησαν δεν μπόρεσαν αμέσως να δώσουν ακριβή στοιχεία.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η βάρκα αναποδογύρισε περίπου στα 45 χιλιόμετρα από τις ακτές του Κάβο Γκρέκο.
Οι αρχές αναζητούν τουλάχιστον άλλες 11-13 ψυχές στα νερά της Μεσογείου.
Οι προσπάθειες για εντοπισμό επιζώντων συνεχίζονται χωρίς ανάσα, παρόλο που λόγω της θερμοκρασίας της θάλασσας, ένας άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει μέχρι και 48 ώρες μέσα στο κρύο νερό.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει μια έκρυθμη κατάσταση στη περιοχή, Συρία, Λίβανο, Ισραήλ, Παλαιστίνη. Οι άνθρωποι πάντα επιδιώκουν να ζήσουν σε καλύτερο περιβάλλον και μεταναστεύουν.
Μετανάστευση είναι η μετακίνηση ανθρώπων σε μία άλλη χώρα προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί, ως μελλοντικοί πολίτες της χώρας.
Το μεταναστευτικό, που αποτελεί μια δυναμική διαδικασία, είναι ένα φαινόμενο εγγενές της ανθρώπινης εξέλιξης. Αιτία της μετανάστευσης, τόσο της εκούσιας όσο και της αναγκαστικής, είναι συνήθως καθαροί οικονομικοί λόγοι, όπως η φτώχεια και η πείνα που επικρατεί σε μια χώρα, θρησκευτικοί λόγοι όπως διωγμοί και κάποιος πόλεμος που αναγκάζει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Η μετανάστευση των ανθρώπων είναι φαινόμενο πανάρχαιο που άρχισε στη γενέτειρα γη των ανθρώπων, την Αφρική και σταδιακά εξαπλώθηκαν στις υπόλοιπες ηπείρους σε μια προσπάθεια επιβίωσης.
Ξενιτειά του Παύλου Νιρβάνα
Ξένος ο τόπος κι ο καιρός κι οι άνθρωποι όλοι ξένοι
μες στη μεγάλη μοναξιά. Mάταια ζητώ ένα φίλο,
μα εκεί που παραδέρνομαι στη νύχτα τη θλιμένη,
ακούω σε κάποιο αλύχτημα το σπιτικό μου σκύλο.
Στα ξένα μην πεθάνω
Παρακαλώ σε, μοίρα μου, να μη με ξενιτέψεις,
πάλι και ξενιτέψεις με, στα ξένα μην πεθάνω,
γατί είδα με τα μάτια μου τα ξένα πώς τα θάφτουν,
δίχως λιβάνι και κερί, δίχως παπά και ψάλτη
κ αλάργα από την εκκλησιά.
Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς.
Τα τελευταία χρόνια πολλά εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν εκτοπιστεί από τις εστίες τους με βασική αιτία τον πόλεμο στην περιοχή τους.
Κάτω από τις δύσκολες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας (1950-1960), η μετανάστευση απέκτησε τεράστιες διαστάσεις όταν έφευγε το πιο νέο και δυναμικό μέρος του ελληνικού πληθυσμού. Το 1965 κορυφώθηκε το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα, καθώς έφυγαν μέσα σε ένα χρόνο 117.000 άνθρωποι, αριθμός που ξεπέρασε εκείνα τα χρόνια τη φυσική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού.
Η Γερμανία δέχτηκε στο διάστημα 1960-1976 περισσότερους από 623.300 Έλληνες εργάτες (Gastarbeiter), δηλαδή περίπου το 84% του συνολικού μεγέθους της ελληνικής μεταπολεμικής μετανάστευσης στην Ευρώπη.
Ο τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης συνδέθηκε άρρηκτα με τη μετανάστευση, με τα ακούσματα με τη ζωή και την ψυχοσύνθεση του κοινού τότε, μέσα από τα τραγούδια του.
«Όταν βραδιάζει στην ξενιτιά
και τελειώνω απ’ τη δουλειά,
τότε θυμάμαι εσένα μάνα
κι όσους πονάω εκεί μακριά
….
Μονάχος μου και έρημος
στα ξένα σαν βραδιάζει,
με παίρνει το παράπονο
και την καρδιά μου σφάζει»
Και,
«Στις φάπρικες της ξενιτιάς
μες στον ιδρώτα λιώνω
κι έχω παρέα τον καημό,
αχ, το δάκρυ και τον πόνο.
…
Στα ξένα εργοστάσια
δουλεύω σαν το σκύλο,
μανούλα μου κι αγάπη μου
λεφτά για να σας στείλω.
….
Περνάω μέρες θλιβερές
και νύχτες όλο κλάμα
και τότε μόνο χαίρομαι
αχ, όταν λαβαίνω γράμμα.»
Στην Κύπρο παρατηρήθηκε κύμα μετανάστευσης μετά την τουρκική εισβολή του 1974, κυρίως προς τις αραβικές χώρες που είχαν ανάγκη εργατικά χέρια. Οι μετανάστες έστελναν χρήματα στις οικογένειες τους στην πατρίδα και βοήθησαν να δημιουργηθούν από την αρχή.
Το σίγουρο είναι ότι αν οι συνθήκες στη χώρα του μετανάστη ήταν καλές ή έστω υποφερτές κανένας δεν θα έμπαινε σε ένα σαπιοκάραβο κινδυνεύοντας να πνιγεί στην θάλασσα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μικρή μας χώρα θα μπορεί να δεχτεί άπειρους μετανάστες διότι τότε θα … βουλιάξει το δικό μας καράβι.