Το είπε αλλιώς ο Χακάν Φιντάν κι ελπίζω να μην ενθουσιαστούμε πάλι. Επιστρέφοντας στην Τουρκία από τη Γενεύη δεν μίλησε για δύο κράτη. Είπε πως «υπάρχει μια πραγματικότητα στο νησί ότι δύο κοινότητες ζουν χωριστά, με τους δικούς τους θεσμούς». Και «αυτή η κατάσταση πρέπει να αντικατοπτρίζεται στην αναζήτηση πολιτικής λύσης».
Εντόπισε μάλιστα και την αδικία που υπάρχει στο νησί. «Το γεγονός ότι η μία είναι αναγνωρισμένη ως κράτος και έχει πρόσβαση σε κάθε είδους ευκαιρίες ενώ η άλλη όχι είναι ο κύριος λόγος της αδικίας στο νησί. Αυτή η αδικία πρέπει να αποκατασταθεί». Η αδικία είναι που η μια κοινότητα είναι αναγνωρισμένη ως κράτος και η άλλη όχι. Δεν μίλησε για δύο κράτη αλλά για την αναγνώριση του «κράτους» της τ/κ κοινότητας, που είναι το ίδιο.
Αλλά, η πραγματικότητα, που παραβλέπει μιλώντας για τις πραγματικότητες στο νησί, είναι ακριβώς αυτή που περιγράφει αλλά αντίστροφα. Όχι το ότι η μία κοινότητα δεν είναι αναγνωρισμένη ως κράτος, αλλά το ότι η άλλη κοινότητα υπάρχει ως κράτος στο νησί, αναγνωρισμένο από όλο τον πλανήτη εκτός από την Τουρκία. Και η αδικία δεν είναι αυτή που περιγράφει, είναι που έδαφος αυτού του αναγνωρισμένου κράτους κατέχεται παράνομα από το στρατό της χώρας του.
Αν το πρόβλημα για την Τουρκία ήταν η αδικία σε βάρος των Τουρκοκυπρίων, που θέλει δήθεν να την αποκαταστήσει, θα μπορούσε με τις απέραντες εκτάσεις να τους παραχωρήσει δυο – τρεις χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα γης για να ιδρύσουν κράτος και να το αναγνωρίσουν εύκολα όλα τα μέλη των τουρκογενών κρατών. Αυτό θα ήταν νόμιμο, αυτό που ζητά είναι και παράνομο και παράλογο.
Δεν το λέω γιατί θέλω να φύγουν οι Τουρκοκύπριοι από την πατρίδα τους, αλλά εδώ που φτάσαμε θα μας πούνε και εισβολείς από πάνω. Είναι αδικία δήθεν ότι είναι αναγνωρισμένη η Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά όχι η εισβολή και η κατοχή. Κι αφού είναι έτσι, κύριε Φιντάν, πώς στο καλό είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας με ταυτότητες και διαβατήρια όλοι σχεδόν οι Τουρκοκύπριοι;
Η αδικία, λοιπόν, είναι όσα κάνει η Τουρκία σε βάρος των κοινοτήτων της Κύπρου. Και αυτή είναι η αδικία που πρέπει να αποκατασταθεί και να αντικατοπτρίζεται στην αναζήτηση πολιτικής λύσης. Η άρση της κατοχής, δηλαδή, η αποχώρηση της Τουρκίας από την Κύπρο. Άλλωστε, πάντα υπήρχαν δύο κοινότητες στο νησί, πάντα με τις δικές της ιδιαιτερότητες η καθεμιά, αλλά χωριστά ζουν μόνο όταν τις χώρισαν οι τουρκικές παρεμβάσεις και εν τέλει τα τουρκικά στρατεύματα.
Υ.Γ. Μια και μιλήσαμε για τους Τουρκοκύπριους στην Τουρκία, και για να θυμόμαστε λίγο και την ιστορία, και επειδή στην Άγκυρα μιλούν πολύ για τη Συνθήκη της Λωζάνης, να το πούμε κι αυτό: όταν η Βρετανία «νομιμοποίησε» την κατοχή της Κύπρου και η Τουρκία αποποιήθηκε και τυπικά τα «δικαιώματά» της, φρόντισαν να περιλάβουν στη Συνθήκη και το Άρθρο 21 το οποίο έλεγε ότι «οι Τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914», θα αποκτούσαν τη βρετανική υπηκοότητα, χάνοντας την τουρκική. Είχαν δύο χρόνια περιθώριο να επιλέξουν υπηκοότητα. Στην περίπτωση που αποφάσιζαν να κρατήσουν την τουρκική υπηκοότητα, έπρεπε να εγκαταλείψουν την Κύπρο εντός δώδεκα μηνών. Με αυτή τη Συνθήκη, λοιπόν, σύμφωνα με τα βρετανικά έγγραφα μέχρι το 1928, 3.000 – 5.000 Τούρκοι της Κύπρου επέλεξαν να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία. Ήταν το 5 με 8% των Τουρκοκυπρίων (ήταν συνολικά περίπου 60.000 τότε). Έκαναν κι εκστρατείες για να τους πείσουν οι Τούρκοι. Τους έταζαν και μερίδια από τις ελληνικές περιουσίες των Χριστιανών Μικρασιατών προσφύγων. Αλλά, η ροή προς την Τουρκία ανακόπηκε διότι όσοι πήγαιναν έστελναν μηνύματα απογοήτευσης από όσα βρήκαν στην Τουρκία.
Οι σημερινοί Τουρκοκύπριοι ας αποφασίσουν επιτέλους. Θέλουν την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή την Τουρκία της δικτατορίας;