Πενήντα χρόνια μετά, τι έχει απομείνει από τα νεκροταφεία; Σταυροί σπασμένοι, μάρμαρα πετάμενα, εκτάσεις χορταριασμένες χωρίς κανένα σημάδι… Όμως πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Συμφωνήσαμε να τα συντηρήσουμε. Πως ακριβώς; Είναι μάλλον αδύνατον (και άσκοπο) να φτιάξουμε ξανά τα μνήματα ένας προς ένα με στοιχεία και φωτογραφίες των ενταφιασμένων (που μπορεί και να μην υπάρχουν). Θα φτιάξουμε ίσως ένα μνημείο για όλους όσους ήταν θαμμένοι εκεί πριν το 1974 και θα φυτέψουμε –ίσως- κάποια δέντρα μετατρέποντας τα σε χώρους αναπαύσεως για τους ζωντανούς. Όσα, δηλαδή, δεν έχουν μετατραπεί σε οικόπεδα και δεν έχουν κτιστεί. Και σε 3-4 χρόνια, θα είναι και πάλι πλίνθοι και κέραμοι. Γιατί αυτοί που θα ζούνε γύρω γύρω δεν θα έχουν καμία σχέση με αυτούς που τάφηκαν εκεί. Είναι όμως ένα μέτρο από το οποίο πρέπει να πιαστούμε.

Θα ανοίξουν και τέσσερα νέα οδοφράγματα. Χαρά μεγάλη κάναμε το 2003 όταν εντελώς αιφνιδιαστικά ο Ντενκτάς άνοιξε την πρώτη πόρτα προς και από τα κατεχόμενα. Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στο Λήδρα Πάλας να αναμένουν να περάσουν στην άλλη πλευρά. Πλείστοι, πρόσφυγες που ήθελαν να δούνε τους τόπους τους, να επισκεφθούν τα σπίτια τους. Αισιόδοξοι πως κάτι πήγαινε να γίνει. Ακολούθησε το άνοιγμα άλλων πέντε οδοφραγμάτων. Κι είμαστε ακόμα εδώ, καταβάλλοντας προσπάθεια να συμμεριστούμε τη χαρά της ηγεσίας μας που θα ανοίξουν (αν ανοίξουν) τέσσερεις άλλοι δίοδοι.  

Θα τοποθετήσουμε και φωτοβολταικά στη ζώνη που μας χωρίζει και τη λέμε νεκρή, αλλά είναι από τους λίγους βιότοπους που έχουν απομείνει μακριά από την ανάπτυξη. Θα παράγουμε ενέργεια και θα τη μοιραζόμαστε, αν τα βρούμε στη μοιρασιά. Θα φτιάξουμε και επιτροπή νέων, ενώ πριν λίγες μέρες ζητείτο η παραίτηση της υπουργού Παιδείας γιατί μαθητές επισκέπτονται τα κατεχόμενα στα πλαίσια προγράμματος που δεν έχει σχέση με το επίσημο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Τώρα χαρά μεγάλη, κρατήθηκε η ελπίδα ζωντανή.

Θα έρθει ξανά και η Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ. Η προσωπική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, που στις προηγούμενες επαφές της με τις δύο πλευρές επικαλέστηκε τη νευροεπιστήμη για να καταλάβει και να εξηγήσει την κατάσταση. «Πεποιθήσεις, που σχηματίστηκαν, κληρονομήθηκαν και ενισχύθηκαν κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, είναι βαθιά ριζωμένες στον εγκέφαλο, ο οποίος χάνει την ικανότητα να αφομοιώνει νέες πληροφορίες. Ως αποτέλεσμα, όταν ένα οδυνηρό παρελθόν διδάσκεται επανειλημμένα, καθίσταται αδύνατο για τους ανθρώπους να είναι ανοιχτοί στην αλλαγή και να πιστεύουν σε μια ελπιδοφόρα εναλλακτική για ένα καλύτερο μέλλον», είχε σημειώσει πέρσι σε επιστολή της καλώντας μας να αφήσουμε πίσω την ιστορία του πόνου και να κοιτάξουμε προς το μέλλον. Λέτε να επιτευχθεί αυτό με την αποκατάσταση των νεκροταφείων;