Στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια (Φεβρ. 2025) ο νέος Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς εμφανίστηκε επικριτικός και προκλητικά δήλωσε σε ψηλούς τόνους ότι «υπάρχει νέος σερίφης στην πόλη». Στην ομιλία του έκαμε επίσης επικρίσεις για το «κατεστημένο της ΕΕ», όπως είπε.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει δηλώσει πολλές φορές μέχρι τώρα ότι σκοπεύει να προσαρτήσει τον Καναδά ως 51η Πολιτεία των ΗΠΑ και ότι προτίθεται να αγοράσει τη Γροιλανδία και τη Γάζα. Άρχισε με το να επιβάλλει δασμούς στα προϊόντα του Καναδά και όταν ο Καναδάς αντέδρασε βάζοντας δασμούς στην ηλεκτρική ενέργεια που εξάγει προς τις πολιτείες των ΗΠΑ, επανήλθε αυξάνοντας τους δασμούς πάλι. Συνολικά ο Λευκός Οίκος επέβαλε δασμούς 50% σε χάλυβα και σίδερο θέτοντας τον Καναδά με διαφορά ως τη χώρα με τους μεγαλύτερους αμερικανικούς δασμούς στον κόσμο. Προφανώς το οβάλ γραφείο δεν έχει καμία πρόθεση υποχώρησης.
Φαίνεται ότι ο Ντόναλντ Τράμπ μιμείται τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Τόμας Τζέφερσον, που αγόρασε την περιοχή της Λουϊζιάνας και διπλασίασε το έδαφος των ΗΠΑ.
Όσο για τη μεταφορά των Παλαιστινίων εκτός Γάζας και εδώ υπάρχει προηγούμενο: Η εθνοκάθαρση των γηγενών Ινδιάνων ιδίως σε περιοχές όπου υπήρχε χρυσός.
Η πρώτη Γαλλική Δημοκρατία πώλησε στις ΗΠΑ (1803) την Λουϊζιάνα, που αποτελείτο από το μεγαλύτερο μέρος της γης στη λεκάνη απορροής του ποταμού Μισισσιπή. Πωλήθηκαν 828.000 τετραγωνικά μίλια στις κεντρικές Ηνωμένες Πολιτείες προς το συνολικό ποσό των 15 εκατομμυρίων δολαρίων. Η αγορά περιλάμβανε γη από 15 σημερινές πολιτείες των ΗΠΑ και δύο επαρχίες του Καναδά (Αρκάνσας, Μιζούρι, Αϊόβα, Οκλαχόμα, Κάνσας, κ.ά.).
Η γαλλική αποικία της Λουϊζιάνα ήταν η πιο ουσιαστική παρουσία της υπερπόντιας αυτοκρατορίας της Γαλλίας˙ την κατείχε (1682-1762) οπότε παραχωρήθηκε στην Ισπανία με τη μυστική Συνθήκη του Φοντενεμπλό. Ο Ναπολέων Α’ Βοναπάρτης επανακατέλαβε την περιοχή (1800) με την ελπίδα δημιουργίας μίας αυτοκρατορίας στη Βόρεια Αμερική. Όμως, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτά τα σχέδια λόγω του πολέμου (1803) με το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τόμας Τζέφερσον, που είχε ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τις στρατιωτικές δραστηριότητες και τις προθέσεις του Ναπολέοντα, έδειξε αμέσως ενδιαφέρον να αγοράσει τη Λουϊζιάνα. Ανάθεσε στον προσωπικό του φίλο και μελλοντικό πρόεδρο, James Monroe, και τον Robert R. Livingston να διαπραγματευτούν την αγορά με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών. Η επίσημη παραχώρηση του εδάφους στις Ηνωμένες Πολιτείες έγινε στις 20 Δεκεμβρίου 1803. Η Γαλλία απέσυρε τους εναπομείναντες επιζώντες στρατιώτες της και εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες της στο δυτικό ημισφαίριο.
Η επικράτεια της Λουϊζιάνα ήταν τεράστια, εκτεινόμενη από τον Κόλπο του Μεξικού στα νότια έως τη Γη του Ρούπερτ στα βόρεια και από τον ποταμό Μισισσιπή στα ανατολικά μέχρι τα Βραχώδη Όρη στα δυτικά. Η απόκτηση της επικράτειας διπλασίασε το μέγεθος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Γαλλία έλεγχε μόνο ένα μικρό μέρος της περιοχής της Λουϊζιάνα, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας κατοικείτο από ιθαγενείς Ινδιάνους. Δηλαδή, οι ΗΠΑ αγόρασαν το προληπτικό δικαίωμα να καταλάβουν με κάποιο τρόπο (συνθήκη ή κατάκτηση) την περιοχή έναντι άλλων πιθανών μνηστήρων.
Όπως εξηγούν οι ιστορικοί οι χώρες αλλάζουν τα σύνορά τους με δύο τρόπους: (1) Κατάκτηση, ή (2) μια συμφωνία μεταξύ εθνών, αλλιώς γνωστή ως συνθήκη. Η αγορά της Λουϊζιάνα ήταν μια συνθήκη.
Όμως, για την αγορά της Λουϊζιάνα η διαπραγμάτευση έγινε μεταξύ Γαλλίας και Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς να συμβουλευτούν ή έστω να ενημερώσουν τις διάφορες ινδιάνικες φυλές που ζούσαν εκεί και που δεν είχαν εκχωρήσει τα δικαιώματά τους στη γη τους σε καμία αποικιακή δύναμη.
Εκτός από τους γηγενείς Ινδιάνους, κατά τη στιγμή της αγοράς, η επικράτεια του μη γηγενούς πληθυσμού της Λουϊζιάνα ήταν περίπου 60.000 κάτοικοι, από τους οποίους οι μισοί ήταν σκλάβοι Αφρικανοί.
Για τέσσερις δεκαετίες μετά την αγορά της Λουϊζιάνα ακολούθησαν δικαστικές αποφάσεις που απομάκρυναν πολλές φυλές από τα εδάφη τους ανατολικά του Μισισσιπή για επανεγκατάσταση στη νέα επικράτεια, δημιουργώντας το αποκαλούμενο Μονοπάτι των Δακρύων (Trail of Tears).
Το Μονοπάτι των Δακρύων αφορούσε τον αναγκαστικό εκτοπισμό των περίπου 60.000 ανθρώπων των «Πέντε Πολιτισμένων Φυλών» μεταξύ 1830 και 1850, και των επιπλέον χιλιάδων ιθαγενών Αμερικανών και των σκλαβωμένων Αφροαμερικανών, που εκκαθαρίστηκαν εθνοτικά από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μετά την ψήφιση του νόμου για την απομάκρυνση των Ινδιάνων το 1830, τα μέλη των εθνών Cherokee, Muscogee, Seminole, Chickasaw και Choctaw απομακρύνθηκαν βίαια από τις προγονικές τους πατρίδες στις Νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες σε πρόσφατα χαρακτηρισμένη Ινδική Επικράτεια δυτικά του ποταμού Μισισσιπή. Η απομάκρυνση των Cherokee το 1838 ήταν η τελευταία αναγκαστική απομάκρυνση ανατολικά του Μισισσιπή και προέκυψε από την ανακάλυψη χρυσού στη Τζόρτζια το 1828, με αποτέλεσμα τον πυρετό του χρυσού της Τζόρτζια. Οι μετατοπισθέντες λαοί υπέφεραν από την έκθεση στις καιρικές συνθήκες, ασθένειες και λιμοκτονία ενώ τους οδηγούσαν προς το πρόσφατα ορισμένο ινδιάνικο καταφύγιό τους. Χιλιάδες πέθαναν από ασθένειες πριν φτάσουν στον προορισμό τους ή λίγο μετά. Η δραστηριότητα στο Μονοπάτι των Δακρύων ταξινομήθηκε από μελετητές ως παράδειγμα γενοκτονίας των ιθαγενών Αμερικανών ενώ άλλοι το κατηγοριοποιούν ως εθνοκάθαρση.
Με όλα τα πιο πάνω δικαιώνεται ακόμα μια φορά ο Θουκυδίδης 2500 χρόνια μετά: «Ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του».