Μετά την καταδίκη του Γιαν Φαμπρ το 2022 σε φυλάκιση 18 μηνών με αναστολή, αλλά και όσο μαινόταν από το 2018 ο θόρυβος μετά τις καταγγελίες μελών του θιάσου του για παρενόχληση, κατάχρηση εξουσίας και ανάρμοστη συμπεριφορά, ξεκίνησε μια εκστρατεία αποκαθήλωσής του από το καλλιτεχνικό στερέωμα.
Μιλάμε για μια διαδικασία που στο Βέλγιο θύμισε την Εικονομαχία επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κι αυτό γιατί ο Φαμπρ είναι κυριολεκτικά παντού. Εκτός από την πολύ δραστήρια ομάδα του Troubleyn/ Jan Fabre με έδρα την Αμβέρσα, τα εικαστικά του έργα και κυρίως τα γλυπτά του βρίσκονται σε μόνιμες ή προσωρινές εκθέσεις σε μουσεία σύγχρονης, μοντέρνας, ή και κλασικής τέχνης, σε δημόσιους χώρους και κτήρια, σε κοινοβούλια, στο Βασιλικό Παλάτι των Βρυξελλών κ.ο.κ.
Το αυτοαναφορικό γλυπτό του «Ο άνθρωπος που μετράει τα σύννεφα» απομακρύνθηκε από το Κέντρο Τεχνών De Singel στην Αμβέρσα. Για την ακρίβεια δεν επανατοποθετήθηκε μετά τις εργασίες ανακαίνισης με το ίδρυμα να θεωρεί ότι έχασε την καλλιτεχνική του σημασία. Αυτή όμως ήταν μια από τις εξαιρέσεις, όπως κι αυτή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Αμβέρσας, που έπαψε προσωρινά να εκθέτει το περίφημο έργο του «De Spijkerman», με την αιτιολογία ότι «υπάρχει κάτι που στέκεται ανάμεσα στο έργο και τον θεατή». Στις πλείστες περιπτώσεις προτιμήθηκε η μέση λύση της τοποθέτησης μιας προσωρινής επεξηγηματικής πινακίδας που συνδέει το έργο με την καταδίκη του δημιουργού του. Την ίδια στιγμή η ομάδα του εξακολουθεί κανονικά να απολαμβάνει ενίσχυσης από τη φλαμανδική κυβέρνηση.
Το μεγάλο δίλημμα στο Βέλγιο, που έλαβε –και συνεχίζει να έχει- και πολιτικές διαστάσεις, είναι ανάμεσα στον σεβασμό απέναντι σε ένα έργο τέχνης και απέναντι σε μια δικαστική απόφαση με τον προβληματισμό που αυτή ενέχει. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Φαμπρ δεν άσκησε έφεση κατά της καταδίκης του, παρά το γεγονός ότι δεν αποδέχτηκε τις κατηγορίες, ενώ 175 πρώην εργαζόμενοι και συνεργάτες του τάχθηκαν στο πλευρό του και πετούσαν τη σκούφια τους μιλώντας για παρερμηνεία και λανθασμένη εικόνα του ίδιου και των μεθόδων του.
Παρά την τεράστια ηθική και όχι μόνο ζημιά που προκάλεσε αυτή η υπόθεση στον Φαμπρ, το εκτόπισμα και η επίδρασή του είναι τέτοια που είναι σχεδόν αδύνατον να τον ακυρώσεις. Στο Βέλγιο ειδικά είναι σχεδόν… ανακύρωτος. Μια τέτοια συζήτηση όμως δεν μπορεί παρά να είναι πάντα ωφέλιμη.
Είχα την αίσθηση ότι η κουβέντα για τον βαθμό στον οποίο η κουλτούρα ακύρωσης συνιστά λογοκρισία είχε εξαντληθεί, ακόμη και στην Κύπρο που μαζί με την αντιμετώπιση των πραγμάτων σε ένα δυαδικό πλαίσιο άσπρου- μαύρου κυριαρχεί συνήθως η υπερβολή και η ελαφρότητα. Ταυτόχρονα. Έχει άραγε νόημα να αναζητούμε την ισορροπία ανάμεσα στην ακύρωση και την ελευθερία της έκφρασης; Και από ποιο σημείο και μετά η κουλτούρα της ακύρωσης μετατρέπεται σε «κυνήγι μαγισσών»;
Μια από τις πιο παλιές και βαθιές συζητήσεις στον κόσμο της τέχνης είναι αν μπορεί το έργο να διαχωριστεί από τον καλλιτέχνη που το δημιούργησε. Η περίπτωση Φαμπρ είναι ιδιαιτέρως περίπλοκη, αλλά ακόμη κι αν δεχτούμε ότι διέπραξε το σύνολο των πράξεων που του αποδίδονται, είναι δύσκολο να προσπεράσεις την ευρείας αποδοχής άποψη ότι η καλλιτεχνική προσφορά διαχωρίζεται από τον χαρακτήρα και την ηθική του δημιουργού.
Το έργο τέχνης έχει τη δική του ζωή και (αυτ)αξία και συνιστά μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ακούγεται εξωφρενικό, αλλά η τέχνη είναι πολυδιάστατη και πέρα από τον χαρακτήρα του καλλιτέχνη απορροφά κι άλλα κοινωνικά ερεθίσματα. Από την άλλη, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι εξέτισε την ποινή του και… σωφρονίστηκε, ο λεκές θα τον ακολουθεί για πάντα.
Ο διαχωρισμός μεταξύ έργου και δημιουργού φαίνεται να έχει τις ρίζες του σε μια εξιδανίκευση των καλλιτεχνών, σε μια ανάγκη να κρατηθούν οι τέχνες «αμόλυντες» από τις επιρροές των προσωπικών σκανδάλων των ατελών ανθρώπων που τις δημιουργούν. Το σίγουρο είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις τα κουσούρια και οι αδυναμίες των καλλιτεχνών αποτελούν δημιουργικό καύσιμο.
Καθώς η τέχνη συχνά διαχέει τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη, αναδεικνύοντας σκέψεις, απόψεις και πεποιθήσεις, είναι λογικό ορισμένοι να θεωρούν το έργο του Φαμπρ ως αντανάκλαση ή επέκταση της ίδιας του της προσωπικότητας. Ούτως ή άλλως, το εικαστικό του, κυρίως, έργο είναι χαρακτηριστικά αυτοαναφορικό. Αν ο δημιουργός έχει εμπλακεί σε καταχρηστικές ή ανήθικες συμπεριφορές, φαντάζει αδύνατο να μπορεί να το απολαύσει κανείς χωρίς να αισθάνεται αμηχανία ή απογοήτευση.
Η σύγχρονη κοινωνία είναι γεμάτη αντιφάσεις κι αυτό το βρίσκω αρκούντως υγιές. Μια εμφανής αντίφαση εδώ αφορά την ατομική ελευθερία, την καλλιτεχνική δημιουργία σε σχέση με τις αξίες της κοινωνίας, οι οποίες αναθεωρούνται διαρκώς. Στην περίπτωση Φαμπρ, η δημόσια συζήτηση στο Βέλγιο αποδεικνύει πως η κουλτούρα ακύρωσης δεν είναι ένα μονοδιάστατο φαινόμενο, αλλά μάλλον μια διαρκής διαπραγμάτευση μεταξύ της ανάγκης για δικαιοσύνη και της ελευθερίας της τέχνης.
Οι φωνές που ζητούν την απομάκρυνση των έργων του από δημόσιους χώρους εστιάζουν στην ανάγκη να σταλεί σαφές μήνυμα κατά των συμπεριφορών που πλήττουν τα άτομα και την κοινωνία, ενώ ο αντίλογος επισημαίνει ότι η τέχνη δεν πρέπει να είναι όμηρος του παρελθόντος του δημιουργού, ειδικά όταν έχει ήδη πληρώσει για τα λάθη του.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η τέχνη, όσο και η σεξουαλική βία είναι πολύ ευαίσθητα θέματα για να τα αφήσουμε βορά στους «δικαστές του διαδικτύου» και στην πολιτική ορθότητα, που λίγα χρόνια πριν είχε φτάσει να πάρει μορφή χιονοστιβάδας και να μεταλλάσσεται σε συλλογική υστερία. Το διακύβευμα είναι μεγάλο και ξεπερνά την ηθική διάσταση. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει η αναγκαιότητα ενός ανοιχτού διαλόγου, από το πλαίσιο του οποίου δεν περισσεύει κανείς. Ο δρόμος προς την κατανόηση των διαφορετικών πτυχών αυτής της συζήτησης απαιτεί περισσότερη ψυχραιμία και βαθύτερη εκτίμηση των συνεπειών.
Ελεύθερα, 9.3.2025