Σήμερα ανεβήκαμε στο βουνό, για να αποχαιρετήσουμε την κυρία Καλυψώ που έφυγε πλήρης ημερών, όπως συνηθίζεται να λέμε. Παλιά μας αποχαιρετούσε η ίδια μετά από τις διακοπές ή τις επισκέψεις μας στο χωριό, αφού αφήναμε το αυτοκίνητό μας έξω από το σπίτι της. Εκεί τέλειωνε ο δρόμος και μετά συνεχίζαμε με τα πόδια ως το δικό μας. Στεκόταν στο ξωπόρτι της με τη γιαγιά και κουνώντας το χέρι μας έλεγαν «Στο καλό τζ’ ο θεός μαζί σας» ενώ το πήλινο καπνιστήρι της έβγαζε θυμιατά, καπνίζοντάς μας για να ’χουμε καλό δρόμο. Ο δρόμος ήταν μακρύς για την πόλη ανάμεσα σε βουνά, γκρεμούς και χωριουδάκια που αιωρούνταν εδώ κι εκεί.

Αμέτρητες φορές μας προσκάλεσε στο σπίτι της και καθίσαμε στην αυλή της. Έτρεχε ν’ ανοίξει τα μαγικά βάζα που κοσμούσαν τα ράφια στον ηλιακό της, τραττάροντάς μας γλυκό του κουταλιού. Όλοι διερωτούνταν πότε έβρισκε χρόνο να φτιάχνει και γλυκά εφόσον κατά τη διάρκεια της μέρας σκάλιζε τ’ αμπέλια, τρυγούσε, βοηθούσε στο καζάνι και στη σταφίδα, φρόντιζε τα ζώα και μαγείρευε, διασφαλίζοντας να υπάρχει πάντα ένα πιάτο φαί για κάποιον που θα το είχε ανάγκη. Ξυπνούσε χειμώνα-καλοκαίρι με το χάραμα του φου, μαγείρευε, ετοίμαζε τα παιδιά της για το σχολείο και αφού τέλειωνε τις δουλειές της πήγαινε να βοηθήσει τον άντρα της στο καφενείο του, το οποίο κρατούσε επίσης πεντακάθαρο κι αστραφτερό. Με τον άντρα της, τον μουχτάρη τον Αντρέα δεν έπαιρναν ποτέ χρήματα από ξένους, η φιλοξενία ήταν ιερή. Κερασμένοι πάντα κι οι δικοί μας καφέδες, τα λίζα και οι γκοφρέτες, όταν ήμασταν παιδιά, τόσο από τους ιδιοκτήτες, όσο και τους θαμώνες του καφενείου.

Τώρα τυλιγμένη στα σάβανά της που είχε προνοήσει να φέρει πριν χρόνια από τους Αγίους Τόπους, κοιμόταν γαλήνια με τα χέρια σταυρωμένα. Μετά από μακρά νοσηλεία στην πόλη ξαναβρέθηκε στο χωριό της για να την κηδέψουν, κάτω από τον οικείο ουρανό, τα βουνά που γνώριζε παδκιάν-παδκιάν, τα σπίτια, τα αμπέλια και τις αμυγδαλιές που το περιτριγυρίζουν, ανθισμένες τέτοια εποχή. Και τριγύρω τα βοσκοτόπια και οι στάνες, με τις αίγες και τα αρνάκια. Ο αέρας έφερνε μέχρι το χωριό τον ήχο από τα κουδουνίσματα και τα βελάσματά τους.

Όλα ήταν στη θέση τους όπως τα γνώρισε παιδί, πάει σχεδόν ένας αιώνας από τότε. Μόνο οι άνθρωποι είχαν φύγει ένας-ένας. Τα παιδιά και τα εγγόνια της μεγάλωσαν, όπως και οι λιγοστοί πλέον κάτοικοι του χωριού, οι τελευταίοι συνομήλικοί της. Πάνω από το κοιμητήρι με τα κυπαρίσσια αρμένιζαν τα σύννεφα στον γαλάζιο ουρανό, την πιο κρύα μέρα του φετινού χειμώνα όπως μετέδιδε το ραδιόφωνο. Τα άνθη από τις ανθισμένες αμυγδαλιές πετούσαν και σκορπίζονταν στο κοιμητήριο. Στην αρχή έμοιαζαν με νιφάδες χιονιού, μα δεν ήταν παρά οι αθασιές της κοιλάδας που ήθελαν να τη χαιρετίσουν ανάλαφρα και σιωπηλά έτσι όπως έζησε τη ζωή της.

Πόσους αμέτρητους, άπειρους καφέδες δεν έψησαν αυτά τα χέρια τόσες δεκαετίες, πόσες σουμάδες και τσάγια από βότανα δεν ετοίμασαν τους κρύους χειμώνες, λεμονάδες και βυσσινάδες τα καλοκαίρια, ώσπου έφτασε στο χωριό η νέα εφεύρεση, τα αναψυκτικά, τότε που ερχόταν το φορτηγό φορτωμένο κιβώτια με τα γυάλινα μπουκάλια. Αν είχε φυλάξει όλα αυτά τα κιβώτια, θα είχε κατασκευάσει μια σκάλα ψηλή ως τον ουρανό. Όπως αυτήν που θα ανέβει σήμερα.

Εργαζόμενη γυναίκα η Καλυψώ, σ’ ένα καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο, το καφενείο. Σιωπηλή, έπαιρνε παραγγελίες, σέρβιρε καφέδες και ζιβανία, ενώ πίσω από τον πάγκο της άκουγε όλες τις πολιτικές συζητήσεις, τους καυγάδες, τα οικονομικά προβλήματα, την ανάγνωση της εφημερίδας και τα σχόλια των θαμώνων, χωρίς να μιλά ή να παίρνει θέση, μόνο όταν άναβαν τα αίματα σε μια συζήτηση, ερχόταν με αυστηρό βλέμμα και προλάμβανε τον καυγά. Όλοι οι θαμώνες τη σέβονταν και την εκτιμούσαν για το ήθος και την ευγένειά της.

Το ράδιο τοποθετημένο στον ψηλό πάγκο μετέδιδε ειδήσεις και τραγούδια σπάζοντας την ησυχία του καφενείου όταν κάποιες φορές οι άντρες λες και είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα και είχαν και οι ίδιοι εξαντληθεί σωματικά και ψυχικά, κάθονταν για ώρες σιωπηλοί στις καρέκλες τους με τα μάτια ορθάνοιχτα, χωρίς να μιλούν μεταξύ τους. Ούτε τάβλι, ούτε τσουγκρίσματα ή ρουφηξιές του καφέ ή του τσιγάρου. Θα ’λεγες πως κοιμούνταν με τα μάτια ανοιχτά. Ο καθένας χαμένος στις σκέψεις, στις αναμνήσεις του ή στα όνειρά του.

Τι όνειρα να έκαναν οι χωρικοί, οι αμπελουργοί και οι βοσκοί την ώρα που κάθονταν ακίνητοι γύρω από την ξυλόσομπα του καφενείου, με τις φωτογραφίες των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης, της ΕΟΚΑ και του εθνάρχη Μακαρίου, κορνιζαρισμένους γύρω-γύρω στον τοίχο; Να σκέφτονταν το εξανεμισμένο όνειρο για Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα; Ή την επανένωση της Κύπρου και την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους, όνειρο χειμωνιάτικης νυχτός κι αυτό; Σήμερα η Καλυψώ ενώθηκε με τη μητέρα γη και τους ανθρώπους που τόσο αγάπησε.

dena.toumazi@gmail.com