Το Lac-Megantic (Quebec) είναι μια μικρή πόλη, περίπου 6.000 κατοίκων, 211 χλμ από το Μόντρεαλ. Στις 6 Ιουλίου 2013, 47 ανυποψίαστοι πολίτες της πολίχνης κάηκαν ζωντανοί αφού περιλούστηκαν με αργό πετρέλαιο. Περισσότερα από 30 κτήρια στο κέντρο της πολίχνης (περίπου η μισή περιοχή του κέντρου της πόλης) ισοπεδώθηκε˙ αφανίστηκαν μερικά ιστορικής αξίας κτήρια που κρίθηκαν αναντικατάστατα όπως η Βιβλιοθήκη, το Ταχυδρομείο, το πρώην κτίριο της Τράπεζας του Μόντρεαλ κ.ά.. Όλα εκτός από τρία από τα εναπομείναντα 39 κτήρια έπρεπε να κατεδαφιστούν λόγω μόλυνσης από πετρέλαιο.

Τι είχε συμβεί;

Μια εμπορική αμαξοστοιχία με 73 βαγόνια, που μετέφεραν αργό πετρέλαιο, στάθμευσε σε κοντινό λόφο. Ενάντια στους κανονισμούς ο οδηγός εγκατέλειψε την αμαξοστοιχία τραβώντας το χειρόφρενο το οποίο όμως δεν στάθηκε ικανό να συγκρατήσει το τεράστιο φορτίο. Τα φρένα του αφύλακτου τραίνου αστόχησαν, δεν μπόρεσαν να το συγκρατήσουν. Το τρένο άρχισε να κατηφορίζει με αυξανόμενη ταχύτητα που έφτασε τα 105 χλμ/ώρα και αφού ταξίδευσε για 11 χλμ τελικά εκτροχιάστηκε στο κέντρο της πόλης. Η σιδηροδρομική γραμμή σε αυτή την περιοχή έχει όριο ταχύτητας για τραίνα 16 χλμ/ώρα. Αυτόπτες μάρτυρες, που βρίσκονταν πιο ψηλά στην περιοχή, είχαν δει την αμαξοστοιχία να κινείται χωρίς φώτα, κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο και τους τροχούς να βγάζουν σπινθήρες. Είδαν τα βαγόνια να φεύγουν από τις γραμμές και τουλάχιστον έξι εκατομμύρια λίτρα πετρελαίου ξεχύθηκαν, δημιουργώντας μια μπάλα φωτιάς τρεις φορές το ύψος των κτιρίων στο κέντρο της πόλης. Αναφέρθηκαν πολλές εκρήξεις. Η θερμότητα από τις πυρκαγιές έγινε αισθητή πολλά χιλιόμετρα μακριά. Καθώς το φλεγόμενο πετρέλαιο κυλούσε πάνω από το έδαφος, εισήλθε στον αποχετευτικό αγωγό της πόλης και αναδύθηκε σε παραπλήσιες περιοχές˙ τεράστιες πυρκαγιές ξεπήδησαν από αποχετεύσεις υπονόμων ομβρίων, φρεάτια, ακόμη και καμινάδες και υπόγεια κτιρίων στην περιοχή.

Η δύναμη της έκρηξης και η έντονη ζέστη όχι μόνο ισοπέδωσαν κτήρια στην περιοχή του κέντρου της πόλης αλλά εξάτμισαν ακαριαία τα θύματα. Τα πτώματα αρκετών εικαζόμενων θυμάτων δεν βρέθηκαν ποτέ. Πολύ πιθανό οι αγνοούμενοι να εξατμίστηκαν από τις εκρήξεις. Εκατοντάδες κάτοικοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την περιοχή.

Υπόψη ότι τη δεκαετία του 1970 έγινε πρόταση για επαναδρομολόγηση της γραμμής και παράκαμψη του κέντρου της πόλης, η οποία δεν εφαρμόστηκε ποτέ λόγω κόστους.

Αυτή ήταν μια από τις χειρότερες σιδηροδρομικές καταστροφές στην ιστορία του Καναδά. Ακόμα και 20 ώρες μετά τον εκτροχιασμό οι πυροσβέστες δεν μπορούσαν να πλησιάσουν.

Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας σιδηροδρόμου, Edward Burkhardt, επισκέφτηκε την πόλη στις 10 Ιουλίου 2013 οπόταν δέχθηκε επίθεση από τους κατοίκους. Στις 7 Αυγούστου 2013, η εταιρεία υπέβαλε αίτηση πτώχευσης.

Το Συμβούλιο Ασφάλειας Μεταφορών του Καναδά εντόπισε πολλαπλές αιτίες για το ατύχημα, κυρίως ότι αφέθηκε ένα τρένο χωρίς επιτήρηση σε μια κύρια γραμμή, αποτυχία να ρυθμιστούν αρκετά χειρόφρενα και έλλειψη εφεδρικού μηχανισμού ασφαλείας.

Συνολικά απαγγέλθηκαν 47 κατηγορίες εγκληματικής αμέλειας στους υπεύθυνους της εταιρείας, τους μηχανικούς και τον μηχανοδηγό που εγκατάλειψε αφύλακτο το τραίνο στην κύρια γραμμή χωρίς να εφαρμόσει τον ελάχιστο αριθμό φρένων όπως προνοούσαν οι κανονισμοί, που κατέληξαν σε καταδίκες.

Στις 28 Φεβρουαρίου 2023 συνέβη στα Τέμπη τρομερό σιδηροδρομικό δυστύχημα όταν συγκρούστηκε μετωπικά μια επιβατική αμαξοστοιχία που μετέφερε περισσότερους από 350 επιβάτες και εκτελούσε τη διαδρομή Αθήνα – Θεσσαλονίκη, με εμπορική αμαξοστοιχία που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Θριάσιο της ίδιας εταιρείας. Ο σταθμάρχης Λάρισας που χειροκίνητα χάρασσε τις διαδρομές, αφού η τηλεδιοίκηση Λάρισας είχε καταστραφεί λόγω πυρκαγιάς (Ιούνιος 2019), έδωσε λάθος οδηγίες.

Στο δυστύχημα έχασαν τη ζωή τους 57 άτομα, τραυματίστηκαν 81 άτομα σοβαρά και 99 ελαφρά. Πολλοί από τους επιβαίνοντες ήταν φοιτητές που επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη μετά από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας.

Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, τα τρένα εκτροχιάστηκαν, προκλήθηκε πυρκαγιά με τεράστια πυρόσφαιρα. Πρόκειται για το πιο θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα που συνέβη στην Ελλάδα ως σήμερα.

Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στο σιδηροδρομικό δίκτυο είχαν προειδοποιήσει, πριν από το δυστύχημα, για την υποστελέχωση, την ανεπαρκή συντήρηση και την έλλειψη ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας στους σιδηρόδρομους. Το 2022 ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ελέγχου Αμαξοστοιχιών, στην επιστολή παραίτησής του, επισήμανε τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, στην υλοποίηση της σύμβασης 717/2014. Ο εκτελεστικός διευθυντής του Οργανισμού Σιδηροδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε δηλώσεις του (Euronews) ανάφερε ότι η Ελλάδα είναι στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου.

Σε συζήτηση κατά την διάρκεια κοινοβουλευτικού ελέγχου (20/2/2023) για το καθεστώς λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου ο αρμόδιος υπουργός, Κώστας Καραμανλής, είχε δηλώσει ότι «είναι ντροπή να μιλάτε για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων». Μετά το δυστύχημα, ο υπουργός παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας την ευθύνη για το δυστύχημα, για να επανεκλεγεί βουλευτής περίπου τρεις μήνες μετά το συμβάν.

Ο όλος χειρισμός της υπόθεσης προκάλεσε έντονες υποψίες (βιαστικό μπάζωμα περιοχής) για προσπάθεια συγκάλυψης και πρόθεση πρόωρης ολοκλήρωσης ερευνών. Το γεγονός αυτό προκάλεσε συζήτηση μεταξύ των πολιτών και των μέσων ενημέρωσης σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συστήματος δικαιοσύνης και την αμεροληψία και ακεραιότητα. 

Υπάρχει υποψία ότι γινόταν παράνομη μεταφορά εύφλεκτης ύλης που αμφισβητούν τα επίσημα στοιχεία.

Δύο χρόνια μετά η αγανάκτηση του κόσμου εκφράζεται σε τεράστιες διαδηλώσεις.

Τα δύο πολύνεκρα δυστυχήματα προκλήθηκαν από ανθρώπινο λάθος και αμέλεια στη συντήρηση. Διαφέρουν όμως, ως προς την μετέπειτα αντιμετώπιση, διερεύνηση, επίρριψη και απόδοση ευθυνών.