Το Νοέμβρη του 2019 δύο πρώην γενικοί εισαγγελείς (Αλέκος Μαρκίδης και Πέτρος Κληρίδης) και ένας πρώην υπουργός Δικαιοσύνης (Κύπρος Χρυσοστομίδης) ζήτησαν με επιστολή τους προς τον τότε γενικό εισαγγελέα (Κώστα Κληρίδη) να διακοπεί η δίωξη κατά της 19χρόνης (τότε) Βρετανίδας η οποία είχε καταγγείλει βιασμό της από 13 Ισραηλινούς και στη συνέχεια μετά από πολύωρες και αλλεπάλληλες ανακρίσεις απέσυρε την καταγγελία, ενώ στο διαδίκτυο κυκλοφορούσαν φιλμάκια που τη διέσυραν.
Μετά την απόσυρση της καταγγελίας, προσήφθηκε στην κοπέλα κατηγορία για πρόκληση ζημιάς στο δημόσιο, στάλθηκε στη φυλακή και όταν εξήλθε της απαγορεύτηκε η έξοδος από την Κύπρο μέχρι να εκδικαστεί, η μητέρα της διέκοψε ότι έκανε και ήρθε στην Κύπρο για να βρίσκεται κοντά στην κόρη της, η οικογένεια υπέστη οικονομικό πλήγμα για να βοηθήσει τη 19χρόνη της οποίας η ζωή ανατράπηκε από μια νεανική τρέλα που κατέληξε όπως κατέληξε. Την τραβολογούσαν για μήνες και την φωτογράφιζαν να προσπαθεί να κρυφτεί, ενώ η παρουσία των ΜΜΑΔ ήταν λες και επρόκειτο για τρομοκράτη. Την ίδια ώρα οι Ισραηλινοί επέστρεψαν στη χώρα τους όπου έγιναν δεκτοί ως ήρωες.
«Πόσο μεγάλη είναι η βλάβη που υπέστη το Δημόσιο για να δείχνει τόση σκληρότητα απέναντι σε μια κοπέλα που, με κάποιον τουλάχιστον τρόπο, υπέστη βιασμό και μάλιστα δημόσιο;» ρωτούσαμε τότε, ενώ οι Μαρκίδης, Χρυσοστομίδης, Κληρίδης, έγραφαν προς τον εισαγγελέα: «Θεωρούμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εκτίθεται διεθνώς και η όλη δίωξη και κράτηση της νεαρής, χωρίς δικαίωμα αναχώρησης από την Κύπρο ούτε και με εγγύηση, για ένα όχι και τόσο σοβαρό έγκλημα, αγγίζει τα όρια της ταπεινωτικής και ίσως απάνθρωπης μεταχείρισης… Νομίζουμε ότι έχει υποστεί τεράστια τιμωρία και κατά την ταπεινή μας άποψη θα ήταν ορθό να διακοπεί η όλη δίωξη για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος». Ο εισαγγελέας όμως ήταν ανένδοτος. Και φτάνουμε σήμερα, έξι χρόνια μετά, να ασχολούμαστε με την υπόθεση και να ακούμε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να κρίνει, όχι αν βιάστηκε ή όχι η κοπέλα από τους Ισραηλινούς, αλλά από τις κυπριακές αρχές οι οποίες ναι, την εξευτέλισαν και την κακοποίησαν.
«Η υπόθεση, αναφέρει το ΕΔΑΔ, χαρακτηρίστηκε από μια σειρά ελλείψεων από τις ανακριτικές Αρχές, τις εισαγγελικές και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο… Η αξιοπιστία της κοπέλας φαίνεται να αξιολογήθηκε μέσω προκατειλημμένων έμφυλων στερεοτύπων… Προκαταλήψεις σχετικά με τις γυναίκες εμπόδισαν την προστασία των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας ως θύματος έμφυλης βίας και εάν δεν αντιστραφούν, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργήσουν ένα υπόβαθρο ατιμωρησίας, αποθαρρύνοντας την εμπιστοσύνη των θυμάτων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, παρά την ύπαρξη ενός ικανοποιητικού πλαισίου».
Ήθελε έλεγε ο εισαγγελέας να προστατέψει το δημόσιο από τη ζημιά που υπέστη από τη δήθεν ψευδή καταγγελία της κοπέλας.