Το αποτέλεσμα των χθεσινών Βουλευτικών Εκλογών στη Γερμανία μπορεί και πρέπει να «διαβαστεί» με πολλούς τρόπους.

Κατ΄ αρχάς, είναι το τεράστιο ζήτημα του ΑfD, μιας ακροδεξιάς… τόσο ακροδεξιάς που ακόμα και άλλα κόμματα του χώρου αυτού στην Ευρώπη αποστασιοποιούνται δημοσίως από αυτήν.

Ένα κόμμα, το οποίο δεν είναι η επικοινωνιακή ακροδεξιά της Μελόνι, ούτε καν η «κανονική» ακροδεξιά της Λε Πεν αλλά νοσταλγοί του ναζισμού οι οποίοι δεν το λένε δημόσια λόγω του Bundesamt für Verfassungsschutz (BfV), του πανίσχυρου Ομοσπονδιακού Γραφείου για την Προστασία του Συντάγματος το οποίο επιβλέπει την εφαρμογή της νομοθεσίας της Γερμανίας με την οποία όσοι διαδίδουν ναζιστική προπαγάνδα καταλήγουν στη φυλακή.

Τον Ιανουάριο ο Πρόεδρος του BfV Τόμας Χάλντενβανγκ σε μια σπάνια, δημόσια παρέμβασή του είχε προκαλέσει αίσθηση λέγοντας πως «η σιωπηρή πλειοψηφία πρέπει να ξυπνήσει για να υπερασπιστεί τη Δημοκρατία» και προειδοποίησε ότι η αύξηση στην ακροδεξιά και την αντισημιτική βία στη χώρα καλπάζει.

Το AfD διπλασίασε τα ποσοστά του (μέσα σε τρία μάλιστα χρόνια) και ξεπέρασε το 20%. Ήταν πρώτο κόμμα σε ολόκληρη την πάλαι ποτέ ανατολική Γερμανία, πλην του Βερολίνου, το Πότσνταμ και δύο άλλων, μικρότερων σημείων. Η εικόνα αυτή είναι και παραπλανητική σε ένα βαθμό διότι μεγάλη άνοδο κατέγραψε και αλλού, απλώς δεν ήταν πρώτο κόμμα. Το να έχει λοιπόν 152 έδρες ένα τέτοιο κόμμα δεν είναι καθόλου απλό.

Ωστόσο, επιβάλλεται και η άλλη ανάγνωση. Στα αστικά κέντρα, το AfD δεν έπεισε. Ενδιαφέρον είναι δε πως μετά την έκκληση του Elon Mask για στήριξη του AfD, το κόμμα κόλλησε κυριολεκτικά στις δημοσκοπήσεις στο 20%, αυτό περίπου που έλαβε τελικά και στην κάλπη. Επίσης, η συμμετοχή κυμάνθηκε στο 83.1%, το ψηλότερο μετά τη Γερμανική Ενοποίηση. Παρόλο που οι Γερμανοί παραδοσιακά πάνε και ψηφίζουν και το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στα χρονικά ήταν 70.8% (το 2009) το γεγονός ότι ανέβηκε στο 83.1% από το 76.6% των τελευταίων εκλογών καταδεικνύει ότι οι εκκλήσεις για συμμετοχή έπιασαν τόπο. Τα δημοκρατικά αντανακλαστικά τους λειτουργούν.

Κάπου εδώ θα ρωτήσει κάποιος λογικά: με έναν στους πέντε Γερμανούς να ψηφίζει ένα τέτοιο κόμμα πόσο εύκολα μπορεί να μιλήσει κανείς για δημοκρατικά αντανακλαστικά και πόσο σοβαρά; Και επίσης: είναι ή δεν είναι φασίστας και νεοναζιστής ένας στους πέντε Γερμανούς, μιας και μιλάμε πάντα για αυτού του είδους το κόμμα; Η απάντηση είναι πολύπλοκη αλλά σίγουρα δεν είναι τόσοι οι νεοναζί και οι ακραίοι εν όλω (μιλώντας βέβαια μόνο για την ακροδεξιά όχι την ακροαριστερά).

Στην πρώην ανατολική Γερμανία υπάρχει πρόβλημα και είναι σοβαρό.

Δεν είναι καινούργιο μάλιστα. Οι επιθέσεις στο Ρόστοκ που είχαν συγκλονίσει την Ευρώπη έγιναν δύο χρόνια μετά την ενοποίηση και τις ακολούθησαν αμέτρητες άλλες. Θυμάμαι πως τρία χρόνια μετά το Ρόστοκ όταν βρέθηκα στη Δρέσδη το ίδιο το ξενοδοχείο, ένα μεγάλο ξενοδοχείο διεθνούς αλυσίδας, μας είχε προειδοποιήσει να αποφεύγουμε κάποιες περιοχές τη νύχτα λόγω επιθέσεων από νεοναζί.

Και είναι γεγονός πως για όλα αυτά δεν ευθυνόταν μόνο το ότι οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ είχαν μείνει απομονωμένες από τον έξω κόσμο για δεκαετίες. Το κυριότερο πρόβλημα ήταν πως η πάλαι ποτέ Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) είχε αποφύγει να διαχειριστεί το παρελθόν του ναζισμού σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η ιδεολογικοποίηση αυτού του χειρότερου κεφαλαίου στην Ιστορία όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης ήταν καταστροφική. Οι ναζί δεν είχαν σκοτώσει έξι εκατομμύρια Εβραίους διότι ήταν απλώς ιμπεριαλιστές ή γιατί δεν… πρόλαβε να σώσει ο κομμουνισμός το γερμανικό έθνος. Ήταν πτυχή του ίδιου του DNA των Γερμανών, ένα πρόβλημα το οποίο δεν μπορούσε κανείς να το αγνοήσει – εξού και η άλλοτε δυτική Γερμανία δεν το έκανε, φτάνοντας συνειδητά σε «ακραία» σημεία. Μπορούσε να το αγνοήσει κανείς μόνο εάν πίστευε πως ένα παραμύθι για ένα νέο κόσμο τον οποίο θα επέβαλλε μέσα σε μια μεγάλη φυλακή, τέτοια ήταν η ΛΔΓ και το Ανατολικό Μπλοκ, θα εξαφάνιζε αυτή την απόκλιση από το τέλειο ιδεώδες του σοσιαλισμού.

Μόνο που το ιδεώδες κάθε άλλο παρά τέλειο ήταν.

Και αυτή ακριβώς η προσέγγιση ήταν που οδήγησε τους ανατολικογερμανούς να είναι – παραδόξως – πολύ πιο ελαστικοί έναντι των καταλοίπων του Τρίτου Ράιχ πολλά από τα οποία επετράπηκε να επανενταχθούν στη δημόσια ζωή ως ξαναγεννημένοι σύντροφοι. Αυτό είχε συμβεί και στη πρώην Δυτική Γερμανία με δύο όμως διαφορές: ότι εκεί υπήρξαν δίκες και καταδίκες στις πλείστες των περιπτώσεων όχι επιλεκτικά, πολύ περισσότερες μάλιστα από ότι στη ΛΔΓ και ότι εκεί το Ολοκαύτωμα και το ναζιστικό όνειδος της χώρας έγινε ξεκάθαρο και έτσι απέμεινε. Ούτε ιδεολογικό υπόβαθρο του προσδώθηκε ούτε αφέθηκε να φορτωθεί σε οποιονδήποτε άλλο πλην των Γερμανών.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η πάλαι ποτέ ΛΔΓ ήταν η μοναδική χώρα του ανατολικού μπλοκ η οποία δεν αναγνώρισε ποτέ το Ισραήλ ενώ παρέμεινε ο κυριότερος σύμμαχος και προμηθευτής όπλων στις τρομοκρατικές ομάδες που προσπαθούσαν να το καταστρέψουν. Κι όλα αυτά παρότι η ΕΣΣΔ ήταν που είχε πρωτοστατήσει στην αναγνώρισή του από τον ΟΗΕ και όχι η Δύση όπως πολλοί νομίζουν.

Μάλιστα ο τότε πρέσβης της ΕΣΣΔ στον ΟΗΕ και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο είχε πει σε εκείνη την κρίσιμη διαδικασία μεταξύ άλλων: «Το γεγονός ότι κανένα δυτικοευρωπαϊκό κράτος δεν μπόρεσε να διασφαλίσει την υπεράσπιση των στοιχειωδών δικαιωμάτων του εβραϊκού λαού και να τον προστατεύσει από τη βία των φασιστών εκτελεστών εξηγεί τις φιλοδοξίες των Εβραίων να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Θα ήταν άδικο να μην το λάβουμε υπόψη και να αρνηθούμε το δικαίωμα του εβραϊκού λαού να πραγματοποιήσει αυτή τη φιλοδοξία». Σφραγίζοντας έτσι και ο ίδιος εκ μέρους της ΕΣΣΔ τη δημιουργία του ισραηλινού κράτους.

Η ακροδεξιά λοιπόν, όπως και η ακροαριστερά, υπάρχουν ως κατάλοιπα στο «ανατολικογερμανικό» DNA πολύ περισσότερο διότι είναι βαθιά ριζωμένες λόγω του ναζισμού που δεν γιατρεύτηκε αλλά και μιας νοσταλγίας σε έναν κρατικοδίαιτο τρόπο ζωής έστω και με λίγες… θερμίδες. Από εκεί και πέρα όμως, το να πει κανείς ότι ένας στους πέντε Γερμανούς είναι ναζί (σε πολλές περιοχές της πρώην ΛΔΓ το AfD έφτασε το 50%) είναι σίγουρα λάθος.

Το Μεταναστευτικό και η καταστροφική διαχείριση των ημερών της Άνγκελα Μέρκελ, όπως και η έξαρση του ισλαμισμού είτε βίαιου έως τρομοκρατικού στην πράξη είτε λεκτικά, είναι ένα τεράστιο θέμα. Υπαρκτό και κρίσιμο. Η πολιτική ορθότητα και η ατολμία χειρισμού του προκαλούν οργή στους Γερμανούς οι οποίοι νιώθουν πως η χώρα τους αλλάζει ερήμην τους.

Αυτή τη φορά η Γερμανία ξύπνησε κάπως, όπως την προέτρεψε ο Χάλντενβανγκ. Κανείς δεν ξέρει πόσο και εάν θα ξυπνήσει σε τέσσερα χρόνια εάν δεν γίνει κάτι για να αντιμετωπιστούν ουσιαστικά και με μέτρα αυτές οι, βάσιμες σε πολύ μεγάλο βαθμό ανησυχίες των Γερμανών. Και εάν απλά, κατά τη μέθοδο της ΛΔΓ απλώς ιδεολογικοποιηθούν και θεωρηθούν «φασίστες» 10.327.148 Γερμανοί ψηφοφόροι.