Ο Κώστας Γαβράς είναι ένας καλλιτέχνης που συνόδευσε την ενηλικίωση μας κάνοντας ταινίες τις ανησυχίες διαφορετικών εποχών. Από το «Ζ» με τη δολοφονία του Λαμπράκη, τον «Αγνοούμενο» με τις δικτατορίες στη Λατινική Αμερική και το ρόλο των ΗΠΑ, το «Μουσικό Κουτί» με τις ενοχές των απογόνων των SS, το «Αμήν» για τις σχέσεις του Βατικανό με τη ναζιστική Γερμανία, το «Χάνα» για το παλαιστινιακό, το «Τσεκούρι» και το «Mad City» για την ανεργία, το «Παράδεισος είναι στη Δύση» για το μεταναστευτικό, το «Κεφάλαιο» για τους τραπεζίτες… Σήμερα στα 92 του μοιράζεται την ανησυχία του για το τέλος της ζωής, που φυσικά δεν είναι αποκλειστικά δική του ανησυχία, αλλά κάποια στιγμή όλων των ανθρώπων. Και το κάνει με ένα φιλοσοφικό και ποιητικό τρόπο χωρίς να πλακώνει την ψυχή. Γιατί σαν άνθρωπος δηλώνει αισιόδοξος. Ακόμα και σήμερα που δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. «Τα πράγματα αλλάζουν» λέει σε συνέντευξη του, «δεν γίνονται τελειωτικές καταστροφές. Μπαίνουμε σε μια πολύ κακή περίοδο και φυσικά αύριο μεθαύριο, δεν ξέρω ακριβώς πότε, αναδύεται ξαφνικά κάτι καλύτερο. Δηλαδή, οι κάκιστες των στιγμών χρησιμεύουν για να βρεθεί το καλύτερο». Το λέει αυτό ένας άνθρωπος γεννημένος το 1933, που έζησε πολλά και αναγκάστηκε ακόμα και να εγκαταλείψει τον τόπο του.

Η ταινία «Τελευταία πνοή» βασίστηκε στο βιβλίο του φιλοσόφου Ρεζίς Ντεμπρέ και του γιατρού Κλοντ Γκρανζ, οι οποίοι στην ταινία είναι ο συγγραφέας Φαμπρίς Τουσέν, που ακολουθεί το γιατρό Ογκιστίν Μασέ στις επαφές του με ασθενείς σε τελικό στάδιο, σε μια προσπάθεια του να καθησυχάσει τον εαυτό του από τον φόβο του θανάτου. «Γιατί εκείνο που μας αγγίζει βαθιά» λέει κάποια στιγμή στην ταινία ο συγγραφέας «δεν είναι τα χιλιάδες άγνωστα σώματα νεκρών, που βλέπουμε στους πολέμους. Μας στενοχωρούν μια στιγμή, αλλά ύστερα σκεφτόμαστε άλλα πράγματα. Εκείνο που πρέπει να συνηθίσουμε είναι ο μοναδικός, ο συγκεκριμένος θάνατος. Ο δικός μας και των ανθρώπων μας». Και μέσα από τις επαφές με τους ασθενείς προκύπτουν ενδιαφέρουσες ιστορίες και φιλοσοφικές κουβέντες που ίσως καταφέρνουν να εξορκίσουν τον φόβο. Αυτός εξάλλου ήταν ο στόχος του σκηνοθέτη. Να χαρίσει (και να πάρει) φως σε ένα τόσο δυσάρεστο θέμα. Ένα παράδειγμα αποτελεί ένα τραγούδι βασισμένο σε ποίημα του Ζακ Πρεβέρ για τα σαλιγκάρια που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει απλοϊκό. Τα σαλιγκάρια φύγανε για να κάνουν κηδεία και στο μεταξύ ήρθε η άνοιξη, άνθισε η φύση, γεννήθηκαν τα πάντα ξανά κι ο κύκλος της ζωής άρχισε και πάλι.

Γιατί αυτό σήμερα; Γιατί έχουμε ανάγκη την αισιοδοξία. Την ελπίδα πως μετά την όποια καταιγίδα (Τραμπ, ακροδεξιά και λοιπά) θα έρθει η άνοιξη.