Σε μια από τις ελάχιστες άδειες χωράφες της πόλης, σε μια ακόμη τσιμεντένια γειτονιά με πολυκατοικίες φυτρώνει ένας μικρός κήπος μέσα από τον οποίο εναλλάσσονται οι τέσσερις εποχές. Ο δημιουργός και φροντιστής αυτού του μικρού κήπου είναι ο ηλικιωμένος ένοικος ενός διαμερίσματος στην απέναντι πολυκατοικία, με τα μικρά, στενά μπαλκόνια, στα οποία δεν χωράει ούτε τραπέζι, γύρω από το οποίο θα μαζευόταν η οικογένεια ή μια παρέα. Μόνο ο ένας δίπλα στον άλλο θα μπορούσαν να καθίσουν, όπως στο σινεμά. Τέτοια μπαλκόνια θα ήταν χρήσιμα μόνο σε μια βόρεια κρύα χώρα, ώστε να βγαίνουν στα πεταχτά οι ένοικοι για να καπνίσουν. Στη χώρα του μεσογειακού καλοκαιριού όμως είναι δώρο άδωρον.

Ο Χριστάκης ζήτησε την άδεια από τον ιδιοκτήτη της χωράφας απέναντι, να φυτέψει μέρος της, μέχρις ότου αυτή πουληθεί και δοθεί για αντιπαροχή. Βεβαίως η πρώην χωράφα πλέον ονομάζεται οικόπεδο, περιζήτητο μάλιστα για ανέγερση πολυκατοικίας ή πύργου. Ο ιδιοκτήτης, του το παραχώρησε, επιφυλακτικός όμως, δεν θα ’ταν κρίμα ο κόπος και ο χρόνος του, να φύτευε ένα κήπο εφήμερο, με μικρή διάρκεια ζωής αφού το οικόπεδο θα έβγαινε σύντομα σε πώληση; «Ως τότε, άξιος πουν να ζιει» είπε ο Χριστάκης και έπιασε δουλειά με μεγάλη χαρά, περιφράζοντας ένα μικρό μέρος του χώρου, αφού στο υπόλοιπο αφήνουν τα αυτοκίνητά τους οι ένοικοι των γύρω πολυκατοικιών.

Ήταν μεγάλος ο καημός του να έχει ένα κομμάτι γης, να σκάβει, να φυτεύει, να βλέπει τους βολβούς να ξεπετάγονται από το χώμα, να κάθεται και να δροσίζεται τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια και να ηλιάζεται τις χειμωνιάτικες μέρες. Σύντομα ένας λαχανόκηπος ξεφύτρωσε δίπλα από τον χώρο στάθμευσης: ντομάτες, αγγουράκια, πιπεριές, μαρουλάκια και κολοκυθάκια. Στον κήπο ανθίζουν ανάλογα με τις εποχές, χρυσάνθεμα το φθινόπωρο, κυκλάμινα τον χειμώνα, κρίνα και τριαντάφυλλα την άνοιξη, ηλιοτρόπια, γιασεμιά και αγιόκλημα το καλοκαίρι. Οι γείτονες τον προμήθευσαν με ένα παγκάκι, άλλοι με παλιές καρέκλες, ένα τραπεζάκι, μια ομπρέλα. Κατεβαίνει κι η κυρία Μαρούλα, με το ασανσέρ και τον δίσκο της στον οποίο είναι καδραρισμένο ένα εργόχειρο που κέντησε η ίδια με σταυροβελονιά, φέρνοντας τα γλυκά του κουταλιού, τους καφέδες και τις λεμονάδες με τα οποία τραττάρει τους ξένους τους.

Το αστικό μικροσκοπικό περβολούδι αποτελεί ένα παραδεισένιο ξέφωτο στη γειτονιά με τις πολυκατοικίες, είναι χαρά θεού να κάθεσαι εκεί τους ηλιόλουστους χειμώνες αντί στα ανήλια σκοτεινά διαμερίσματα. Το καλοκαίρι επίσης αποτελεί ένα καταφύγιο για το ζεύγος αλλά και τους γείτονές του που κατεβαίνουν τα βράδια, με μαχαλλεπί, μια κούπα καρπούζι, παγωμένες λεμονάδες και μπύρες, κάθονται και κουβεντιάζουν, παρέα με το ραδιούιν τους, μακριά από την τηλεόραση με τις τρομερές και ανεκδιήγητες θερινές επαναλήψεις αλλά κυρίως μακριά από τους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος που αχνίζουν, εκτεθειμένοι ολημερίς στο καμίνι του μεσογειακού καλοκαιριού. Εδώ τη μέρα παίζουν παρτίδες τάβλι, διαβάζουν εφημερίδες σχολιάζουν την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα. Οι γυναίκες ανταλλάζουν συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής απ’ αυτές τις «πειραγμένες» που αλλοιώνουν τη μέχρι τώρα άρτια κυπριακή κουζίνα.

Την Τσικνοπέμπτη ο μικρός κήπος γίνεται το κέντρο της γειτονιάς. Καταφθάνουν οι γείτονες με τα λουκάνικα και τα κρέατά τους, το κρασί τις μπύρες και τη ζιβανία τους, ανάβουν κάρβουνα και τσικνώνουν στο πόδι, μαζί και με κάποιους περαστικούς. Οι άγνωστοι γείτονες γνωρίζονται μεταξύ τους, μαθαίνουν τα ονόματα αυτών που μένουν στο απάνω διαμέρισμα ή απέναντί τους. Μέχρι τώρα δεν ήξεραν ούτε το πρόσωπό τους, όπως δεν ξέρουν ακόμη πως το οικόπεδο πωλήθηκε σε ξένη εταιρεία ανάπτυξης και οι μπουλντόζες θα μπουκάρουν σύντομα στην ήσυχη γειτονιά τους.

Η χωράφα-κήπος γίνεται τόπος συνάθροισης για μια μέρα, γεμίζοντας με γελαστά πρόσωπα, έτοιμα να κάνουν χώρο και για άλλους ανθρώπους στις βιαστικές ζωές τους. Τις μέρες γιορτής ο χρόνος αλλάζει, επιβραδύνοντας για λίγο τον τρελό ρυθμό του. Υπάρχουν γιορτές όπως τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά που οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους, με τους δικούς τους μόνο ανθρώπους. Ακόμη και το Πάσχα μαζεύονται σε μια αυλή ή στο χωριό τους, πάντα σε στενό οικογενειακό και φιλικό κύκλο.

Μόνο την Τσικνοπέμπτη, τη λαϊκή αυτή παγανιστική γιορτή, οι άνθρωποι σμίγουν και έρχονται πιο κοντά. Βγαίνουν στους δρόμους, έξω από τις συνήθειες και τον καθωσπρεπισμό τους, με μια μάσκα, ένα τρελό καπέλο, μια αστεία αμφίεση ή το αληθινό τους πρόσωπο, έξω από τη σοβαροφάνεια, μέσα σε μια συλλογικότητα, απλώνοντας το χέρι και πλησιάζοντας αγνώστους που μπορεί και να είναι απλά οι γείτονες της διπλανής πόρτας. Καλές Απόκριες!

dena.toumazi@gmail.com