Κανονικά, το λεχθέν λέει «Χιούστον», αλλά επειδή στην Κύπρο το κοντινότερο σε εγκαταστάσεις Διαστημικού Κέντρου το έχουμε στο Επισκοπειό, φροντίδι της Μητροπόλεως Ταμασού, επιτρέψτε μου την παράφραση. Η οδός Ιφιγενείας βρίσκεται στον Στρόβολο κι εκεί εδράζεται πλέον το Υφυπουργείο Πολιτισμού. Τον Ιούλιο κλείνει αισίως τρία χρόνια λειτουργίας και στο τέλος του τρέχοντος μήνα κλείνει δύο έτη υπό τη σκέπη της σημερινής κυβέρνησης του Νίκου Χριστοδουλίδη.
Ας κάνουμε ένα μικρό άλμα στον χρόνο κι ας θυμηθούμε ότι στις προγραμματικές του θέσεις, όταν ο Χριστοδουλίδης διεκδικούσε το ανώτατο αξίωμα, τα δύο πρώτα άρθρα στον τομέα του πολιτισμού αφορούσαν το ένα τη δημιουργία µακροχρόνιας στρατηγικής και το άλλο την αποτελεσματική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου που ρυθµίζει το καθεστώς και την επαγγελµατική ιδιότητα των καλλιτεχνών. Προς το παρόν, η μόνο εξαγγελία που όχι μόνο εφαρμόστηκε αλλά ήδη αναβαθμίζεται και επεκτείνεται είναι η Κάρτα Πολιτισμού Νέων. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Όσοι πάντως ενοχλούνται από τον όρο «Μητρώο Πολιτισμού» και επιζητούν την επιστροφή στον όρο «Καθεστώς του καλλιτέχνη», άργησαν να εκφράσουν την ενόχλησή τους, καθώς αυτό ήταν ξεκάθαρα διατυπωμένο μέσα στο πρόγραμμα διακυβέρνησης, που υποτίθεται ότι διαµορφώθηκε στη βάση διαλόγου µε την κοινωνία των πολιτών.
Οι «καθεστωτικοί» καλλιτέχνες φαίνεται ότι ποντάρουν στο γεγονός ότι το πρόγραμμα αυτό παρουσιάστηκε ως «ζωντανό έγγραφο» και «δυναµική διαδικασία» και επιζητούν να το διαμορφώσουν. Για να σοβαρευτούμε λίγο, αφού τα πράγματα έπαψαν να είναι αστεία, η υπόθεση του νομοσχεδίου για την κατοχύρωση της ιδιότητας του καλλιτέχνη αποδεικνύει για μια φορά ακόμη ότι η πολιτιστική πολιτική στην Κύπρο, δυστυχώς, εξακολουθεί να είναι επιπόλαιη, ελλειπτική και ανερμάτιστη. Και το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι προφανώς αυτό δεν έχει να κάνει με τα πρόσωπα. Είναι ένα πρόβλημα θεσμικό ή και ακόμη βαθύτερο: ιδιοσυγκρασιακό.
Τα εργασιακά δεν είναι το φόρτε μου και άλλωστε τον κύριο λόγο έχουν οι επηρεαζόμενοι. Οπότε μια δική μου εκτίμηση δεν έχει να προσθέσει κάτι στη συζήτηση. Οι αντιδράσεις τόσων φορέων που εκπροσωπούν τους καλλιτέχνες από μία ακόμη διαμαρτυρία έχουν μετατραπεί ήδη σε κραυγή αγωνίας για ένα σχέδιο νόμου που εκτιμούν ότι όχι μόνο δεν επιλύει προβλήματα, αλλά τα επιδεινώνει. Κι όλα αυτά, μετά από τόσα χρόνια αναμονής, προσδοκιών και καθυστερήσεων για τον τετραγωνισμό του κύκλου, που θα μπορούσαν –και έπρεπε– να είχαν οδηγήσει σε μια δίκαιη, ώριμη και λειτουργική ρύθμιση.
Το Υφυπουργείο Πολιτισμού, λοιπόν, το οποίο ιδρύθηκε το 2022 με τη φιλοδοξία να αποτελέσει κεντρικό βραχίονα προώθησης της πολιτιστικής πολιτικής της χώρας, στην πρώτη του μεγάλη και νευραλγική δοκιμασία πέρασε κάτω από τον πήχη. Το παρόν νομοσχέδιο κρίνεται ως θολό, γεμάτο αντιφάσεις, ακατανόητο και προσβλητικό προς τους επηρεαζόμενους. Δεν είναι απλώς ελλιπές· είναι καταδικασμένο να αποτύχει πριν καν φτάσει στη Βουλή.
Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, γιατί να συζητηθεί ένα νομοσχέδιο που οι άμεσα επηρεαζόμενοι απορρίπτουν σχεδόν συλλήβδην; Ποιο το νόημα να χαθεί κι άλλος χρόνος όταν είναι βέβαιο ότι η Βουλή, στην καλύτερη περίπτωση, θα το επιστρέψει ως ακατάλληλο και, στη χειρότερη, θα το θάψει κάτω από ένα κουβάρι ατέρμονων διαδικασιών και ζυμώσεων με φόντο τις βουλευτικές εκλογές του 2026;
Από την άλλη, προκύπτει το ερώτημα ποια από τις δύο επιλογές θα αποδειχτεί πιο χρονοβόρα. Και το νομοσχέδιο για την ίδρυση του Υφυπουργείου Πολιτισμού είχε κριθεί από πολλούς φορείς και πολιτικές δυνάμεις ως προβληματικό, αλλά αν το ξηλώναμε τότε για να φτιαχτεί από την αρχή δεν θα βλέπαμε την πολιτική αυτονόμηση του τομέα ούτε το 2030. Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, είναι τόσο έντονη και κατηγορηματική η απόρριψη από τους επηρεαζόμενους όσο και από πολλούς ακόμη εμπλεκόμενους που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι δεν μπορεί να διορθωθεί με τροποποιήσεις «στου κασίδη το κεφάλι». Είναι μια σαθρή δομή πάνω στην οποία δεν μπορείς να χτίσεις.
Το πάγιο αίτημα για διασφάλιση της εργασιακής αξιοπρέπειας και των κοινωνικών προνοιών των καλλιτεχνών, η προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, η στήριξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι στόχοι που δεν ευοδώνονται. Αντίθετα, οι επηρεαζόμενοι θεωρούν ότι συντίθεται ένα δυσλειτουργικό καθεστώς επιλεκτικής και αναξιοπρεπούς χορηγίας, που τους αντιμετωπίζει ως επαίτες. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται επίσης η έλλειψη σοβαρής, εμβριθούς και δομημένης διαβούλευσης. Και επίσης μια αρπακολλατζήδικης λογικής ένταξη προνοιών από μοντέλα προηγμένων χωρών, με διαφορετικές ωστόσο συνθήκες, ανάγκες και μεγέθη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κύπρος χρειάζεται να ανακαλύψει τον τροχό. Οι καλές πρακτικές άλλων χωρών εννοείται ότι είναι καλοδεχούμενες. Το ζητούμενο παντού είναι η αναγνώριση της ιδιομορφίας της εργασίας των καλλιτεχνών και η διαμόρφωση ενός σύστηματος που τους προστατεύει μεταξύ των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Εντούτοις, εφόσον προκύπτει η ανάγκη να ξεκινήσει η διαδικασία από την αρχή -τη φορά αυτή με σοβαρότητα, προσοχή και διαφάνεια- οι επηρεαζόμενοι θα πρέπει να μπουν δυναμικά στην εξίσωση με ρεαλιστικές προτάσεις που να αποτυπώνουν καθαρά τα αιτήματα και τις ανάγκες τους.
Το Υφυπουργείο Πολιτισμού είχε την ευκαιρία να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα με την απαιτούμενη υπευθυνότητα. Εφόσον εκτιμάται ότι απέτυχε παταγωδώς, το ζητούμενο δεν είναι να καθόμαστε και να κουνάμε το δάχτυλο ή να πετάμε πέτρες αλλά να συνδράμουμε σε μια διαδικασία τελικός σταθμός της οποίας θα είναι η θεσμοθέτηση ενός πραγματικά δίκαιου και λειτουργικού νομοσχεδίου το συντομότερο δυνατόν.
Ελεύθερα, 16.2.2025