Η πιο κρύα μέρα του φετινού χειμώνα, λένε στα δελτία καιρού οι μετεωρολόγοι. Χιόνια στα ορεινά και στα ημιορεινά και επιτέλους βροχές στα παράλια. Περπατώντας στην ακτή Ολυμπίων, τα αναψυκτήρια είναι για πρώτη φορά άδεια, όπως και ο δημόσιος κήπος, που τις ηλιόλουστες μέρες πλημμυρίζει με παιδάκια που έρχονται με δασκάλους τους σε σχολικές εκδρομές. Τα πουλιά, κούρνιασαν κι αυτά στα δέντρα και το νοτισμένο χώμα μοσχοβολάει βροχή. Διασχίζοντας τον κήπο φτάνω στην οδό Γλάδστωνος απέναντι σ’ ένα κηπούδι, το οποίο αν και προσπερνώ αμέτρητες φορές με τ’ αυτοκίνητο, εδώ και δεκαετίες, μόνο τώρα που το προσεγγίζω με τα πόδια, το βλέπω στ’ αλήθεια.

Δυο αγγελάκια στέκονται μαρμαρωμένα σε μια κολώνα ενώ σκύβουν χαμογελαστά το κεφάλι, κοιτώντας τα πέτρινα επίσης πουλιά που κουρνιάζουν στα πόδια τους. Άγγελοι και περιστέρια καθηλωμένα στον τόπο και στον χρόνο ενώ ένας τεράστιος φίκος ανοίγει τα κλαδιά του, σκεπάζοντας τα αγάλματα, άχρονος κι αυτός, όπως μαρτυρούν ο κορμός και οι γέρικες ρίζες του που αναδύονται ανάγλυφες μέσα από το χώμα.

Η αυλαία του μυαλού μου σηκώνεται και βλέπω μπροστά στα μάτια μου ένα άλλο σκηνικό μ’ ένα μικρό φίκο και ένα επίσης μικρό και εύθραυστο κοριτσάκι που κάνει γύρους παίζοντας κουτσό γύρω από τα αγαλματάκια. Είναι μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, με τη μάμμα και τη γιαγιά, ήρθαμε επίσκεψη στη θεία Ερμούλα, και καθόμαστε στη βεράντα της που εφάπτεται του μικρού πάρκου. Βαριέμαι τις κουβέντες των μεγάλων και κατεβαίνω να παίξω.

Το κηπούδι όπως και τα υπόλοιπα παρκάκια της πόλης δεν προσφέρονταν εκείνη την εποχή για παιδιά, αφού δεν είχαν παιχνίδια παρά μόνο μνημεία και προτομές, κεφάλια άγνωστων αντρών, φτιαγμένα από πέτρα ή μάρμαρο που κοιτούσαν τα παιδιά ακίνητα, σιωπηλά και αυστηρά. Ένας από τους μαρμαρωμένους άντρες, στο κηπούδι που γειτόνευε με το σπίτι μου, ήταν ο Βασίλης Μιχαηλίδης, αλλά έπρεπε να μεγαλώσω για να το μάθω, αφού για μένα δεν ήταν παρά ένα ακόμη άγαλμα σ’ ένα ακόμη άνυδρο παρκάκι. Θα μου έπαιρνε πολλά χρόνια για να μάθω πως ο Βασίλης Μιχαηλίδης υπήρξε ο εθνικός μας ποιητής και να μάθω ποιήματά του, όπως τη Χιώτισσα, την 9η Ιουλίου και την Ανεράδα.

Σαν παιδί είχα τις δικές μου προσωπικές ανεράδες που εκείνο το ζεστό δειλινό έσμιξαν με τα μαρμαρωμένα πουλιά και τ’ αγγελάκια, τα οποία μου χαμογέλασαν και απλώνοντάς μου το χέρι πετάξαμε μαζί, ψηλά, πέρα από το σπίτι της θείας και το καμπαναριό της Αγίας Τριάδας που οι καμπάνες του κτυπούσαν εκείνη την ώρα για τον εσπερινό. Ο ουρανός γέμισε πουλιά που πήγαιναν να κουρνιάσουν στα δέντρα. Πετάξαμε πάνω από τον μόλο και τον ζωολογικό κήπο, είδαμε τα ζώα να βολεύονται κι αυτά για τον νυχτερινό τους ύπνο. Τον πατέρα στην αγορά της πόλης που έκλεινε το γραφείο του, τραβώντας προς τα κάτω τη μεγάλη σιδεριά και την αδελφή μου να επιστρέφει σπίτι από το καφέ, διασχίζοντας την λεωφόρο.

Αυτή ήταν όλη κι όλη η πόλη μας, αυτός ήταν ο κόσμος μου. Σουρούπωσε για τα καλά, οι τζίζτζικες σώπασαν με μιας, ενώ άναψαν τα φώτα στους δρόμους και οι φανοστάτες στη βεράντα της θείας. Τότε άκουσα τη μάμμα να με φωνάζει «έλα πίσω, σκοτεινιάζει». Χοροπηδηκτή επέστρεψα πίσω στη βεράντα με τα σφυρήλατα έπιπλα, όπου κάθονταν κύκλο οι γυναίκες κουβεντιάζοντας ατέλειωτα, κάνοντας ταυτόχρονα σταυροβελονιά ή σμιλί όλο το δείλις. Τώρα που το φως άρχισε να λιγοστεύει και να πέφτει το σκοτάδι, φύλαξαν τα σεμέ και τα εργόχειρά τους, ενώ ετοιμάζονταν για την επιστροφή στα σπίτια τους.

Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ πέρασα χιλιάδες, άπειρες φορές από το συγκεκριμένο κηπούδι με το αυτοκίνητο πάντα, κεκτημένη ταχύτητα πάντα, χωρίς να έχω χρόνο να το παρατηρήσω, να νιώσω ή να αφεθώ να θυμηθώ. Με το περπάτημα όμως, το σώμα εναρμονίζεται με το πνεύμα, δεν είμαστε πια ένα με τη μηχανή ή με τις μηχανικές κινήσεις που κάνουμε στην καθημερινότητά μας. Περιπατώντας, κοιτάζουμε λίγο παραπέρα ή λίγο ψηλότερα, αφού το οπτικό μας πεδίο δεν φράζει η οροφή του αυτοκινήτου ή η οθόνη του κινητού μας που έγινε προέκταση του χεριού και του μυαλού μας.

Τα αγγελάκια και τα πουλιά στο μικροσκοπικό κηπούδι, δεν είναι ένα μνημείο προς τιμήν κάποιου λογίου ή ευεργέτη της πόλης μας. Είναι για μένα μια ωδή στην ομορφιά, την αθωότητα και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, στα χρόνια και στους ανθρώπους που πέρασαν από το νησί, που περπάτησαν στην ύπαιθρο, στις πόλεις και στους δρόμους του. Ωδή στις γυναίκες που μας φρόντιζαν, που κεντούσαν τα δειλινά τον καημό τους, φτιάχνοντας τα προικιά μας, τους άντρες που δούλευαν για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους, τους ποιητές που αναζητούσαν τις ανεράδες τους, τους γλύπτες που λάξευαν το μάρμαρο και τους εργάτες που πελεκούσαν την πέτρα και ζύμωναν τον πλίνθο για να κτίσουν τα σπίτια και την πόλη μας.

dena.toumazi@gmail.com