Ένα από το θέματα που έχουν να διαχειριστούν πλέον τα κόμματα είναι η έλλειψη κομματικής πειθαρχίας. Οι κομματικοί στρατιώτες ψηφοφόροι ως φαινόμενο και ως συμπεριφορά έχει αρχίσει να εκλείπει εδώ και αρκετά χρόνια. Με εξαίρεση πλέον ένα στενό κομματικό πυρήνα, μια εκλογική βάση που στο πέρασμα του χρόνου συρρικνώνεται και αυτή, τα κόμματα δεν έχουν πλέον «κοτσιανιασμένους» ψηφοφόρους.
Αυτή είναι μια τάση που καταγράφεται ιδιαίτερα έντονα στις νεαρότερες ηλικίες, αγγίζει όμως όλα τα ηλικιακά στρώματα, ως συνέπεια της αποδυνάμωσης του ρόλου των κομμάτων, της απήχησης τους ή ακόμα της έλλειψης εμπιστοσύνης προς αυτά απ’ όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Αυτά τουλάχιστον σε ο,τι αφορά τα κόμματα που χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακά.
Αυτή η τάση που διαπιστώνεται στο εκλογικό σώμα έχει διάφορα παραδείγματα έκφρασης στο πρόσφατο παρελθόν και είναι σημαντικό να αντιληφθούν τα κόμματα αυτή την αλλαγή και να κατανοήσουν πώς λειτουργεί πλέον η κοινωνία. Όταν λοιπόν γίνεται συζήτηση γύρω από τον τρόπο επιλογής του υποψήφιου που θα στηρίζει ο ΔΗΣΥ για τις προεδρικές εκλογές, είναι κατανοητές και αντιληπτές οι ανησυχίες που εκφράζονται με πολιτικούς και κομματικούς όρους από μέρους διαφόρων στελεχών.
Το θέμα όμως είναι ότι η κοινωνία δεν σκέφτεται με τους όρους που σκέφτονται και ερμηνεύουν το σκηνικό τα κομματικά στελέχη. Μια μεγάλη μερίδα των πολιτών, δεν σκέφτεται και δεν λειτουργεί συμβατικά. Όπως δηλαδή θα ανέμενε να λειτουργεί το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Είναι σύμπτωμα απολιτικοποίησης της κοινωνίας; Ενδεχομένως. Κρίνοντας το πάντα με τους πολιτικούς όρους όπως έχουμε ορίσει την πολιτική, οι πολίτες λειτουργούν πλέον με πιο απολιτίκ όρους. Για παράδειγμα, εάν η ψήφος προς Φειδία ήταν για λόγους εκδίκησης των παραδοσιακών κομμάτων, ή λόγω της δημοφιλίας του στο διαδίκτυο, ή γιατί είναι γιος παπά, μπορεί να μην αποτελούν πολιτικά κριτήρια ψήφου, ήταν όμως παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για να τον ψηφίσουν τόσες χιλιάδες κόσμου.
Πηγαίνοντας όμως και στις προεδρικές εκλογές, όπου η ψήφος δεν είναι τόσο χαλαρή όπως στις ευρωεκλογές, διαπιστώνεται πάλι ότι η κομματική πειθαρχία ήταν περιορισμένη. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης κατάφερε να εκλεγεί χωρίς να έχει την στήριξη κάποιου εκ των δύο μεγάλων κομμάτων. Όπως επίσης, είναι γνωστό ότι σε μεγάλο βαθμό, οι ηγεσίες των κομμάτων που τελικά στήριξαν την υποψηφιότητα του, σύρθηκαν στην ουσία σε αυτή την απόφαση, από το ρεύμα που υπήρχε υπέρ του. ανάμεσα στο εκλογικό κοινό τους. Όπως επίσης και στον β’ γύρο, των προεδρικών εκλογών, οι ψηφοφόροι που τον α’ γύρο ψήφισαν Αβέρωφ Νεοφύτου ή κάποιο άλλο υποψήφιο, λειτούργησαν όπως οι ίδιοι έκριναν και ανεξαρτήτων όποιων κομματικών αποφάσεων ή υποδείξεων.
Όλα αυτά είναι στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να μην λαμβάνονται υπόψη από τα κόμματα. Δεν μπορούν οι κομματικές αποφάσεις να συνεχίσουν να εκπορεύονται με όρους και κριτήρια άλλων εποχών, θεωρώντας ότι θα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό είναι το ένα δεδομένο. Άρα, η ανησυχία κάποιων στον ΔΗΣΥ, ότι η απευθείας επιλογή υποψηφίου από την βάση εγκυμονεί μπελάδες, με την έννοια ότι μπορεί να επικρατούν λαϊκιστές ή να δημιουργούνται προϋποθέσεις αποσχιστικών τάσεων, είναι βάσιμες.
Αλλά την ίδια ώρα όμως, οι κομματικές αποφάσεις και υποδείξεις δεν είναι δεδομένο ότι θα τύχουν αποδοχής από την πλειοψηφία των μελών ή και ευρύτερα της κοινωνίας.
Το παράδοξο και καταστροφικό πολλές φορές για τα κόμματα είναι ότι ενώ για θέματα πολιτικής και θέσεων αρχών, παρασύρονται ή αρέσκονται στο λαϊκισμό, για ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο λειτουργίας τους και την κομματικό ελιτισμό αδυνατούν ή φοβούνται να κάνουν ανοίγματα προς την κοινωνία.
Θα ήταν λοιπόν πιο λογικό, νοουμένου ότι είναι γνωστό εξαρχής, ένας κομματικός πρόεδρος που εκλέγεται από την βάση του κόμματος, να είναι αυτόματα και προεδρικός υποψήφιος του κόμματος, από τον να αναζητούνται διάφορες «σολωμονιτζιές» για να διασφαλιστεί ότι η κομματική ηγεσία θα έχει ισχυρό ρόλο σε μια διαδικασία επιλογής από την βάση. Διότι εκλογή από την βάση, σημαίνει εκλογή από την βάση.