Βρε ψάξε το και πρέπει να έχει βγει στα παράνομα, μου είπε ο συνάδελφος στο τσιγαροδιάλειμμα. Να γλιτώσεις και δέκα ευρά.
Ατού εγώ, επέμενα πως δεν είναι ταινία να τη δεις στη μικρή οθόνη του κομπιούτερ με pop-ups γυμνόστηθων A.I και «έξυπνα» σκουπάκια που αφαιρούν τις τρίχες της γάτας από τα ρούχα στο πι και φι, να πετάγονται μπροστά σου κάθε τρεις και λίγο. Αυτή είναι ιερή στιγμή και απαιτεί αδιάσπαστη προσοχή. Όντας φαν του Μπομπ Ντίλαν παιδιόθεν, ήθελα να παρακολουθήσω το σινεματικό βιογραφικό έπος «A Complete Unknown», στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου. Και χαλάλι τα ευρά.
Στο μπράτσο η έφηβη κόρη, όχι τόσο για την παρέα και για τα «μα εν ο παπάς σου; Ενόμιζα εν ο αρφός σου!» κομπλιμάν, όσο για ένα master class στην ιστορία της μουσικής και δη της αμερικανικής φολκ και ροκ-φολκ, μια κατάδυση στα άδυτα της (για μένα) σημαντικότερης περιόδου στη ζωή του γίγαντα τραγουδοποιού Μπομπ Ντίλαν, τη δεκαετία δηλαδή του ’60. Τότε όταν πρωτοεμφανίστηκε στο Village της Νέας Υόρκης με μια κιθάρα και δυο φράγκα στην τσέπη, για να γράψει και ερμηνεύσει στη συνέχεια, τα έπη που άλλαξαν τη μουσική και στιχουργική σκηνή, όπως το Blowin’ in the Wind, το Tambourine Man, το Like a Rolling Stone και φυσικά το επίσης εμβληματικό The Times They Are A Changin’.
Γιατί όντως, οι εποχές άλλαζαν. Μαζί τους και ο Μπομπ Ντίλαν, διότι τα πάντα ρει, όπως έλεγε και ο αρχαίος ημών πρόγονος. Με μια ακουστική κιθάρα και μια φυσαρμόνικα, ο Ντίλαν, κατά κόσμον Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν, έγινε σύμβολο της επαναστατικής φολκ μουσικής που φώναζε για δικαιοσύνη, ισότητα και ειρήνη, σε μια εποχή κατά την οποία η ανθρωπότητα βρισκόταν στα πρόθυρα πυρηνικού ολέθρου με – βραβευμένους με Νόμπελ πια – στίχους όπως: «Come mothers and fathers throughout the land and don’t criticize what you can’t understand, your sons and your daughters are beyond your command, your old road is rapidly agin’. Please get out of the new one If you can’t lend your hand for the times they are a-changin’.
Ναι, οι εποχές άλλαζαν. Όπως αλλάζουν πάντα. Και όπως πάντα οι περισσότεροι αγνοούμε τα μικρά και μεγάλα, προσωπικά και συλλογικά ρήγματα συνεχίζοντας τον βαθύ μας ύπνο, αντί να αδράξουμε τη στιγμή για να σπάσουμε τα δεσμά.
Ο Ντίλαν την είδε αλλιώς. Μεγαλώνοντας και ο ίδιος μαζί με τα τραγούδια του, έφτασε στο σημείο να πει «φτάνει». Φτάνει να με ταμπελώνετε ως ερμηνευτή της «φολκ», φτάνει να με τοποθετείτε στο βάθρο ως επαναστάτη, δεν είμαι στερεότυπο, ούτε σημαία κανενός, θέλω να ζήσω ελεύθερος, να γράφω ό,τι θέλω, να παίζω ό,τι μουσική γουστάρω. Και το έκανε.
Εισήγαγε ροκ μπάντα στο act και επέκτεινε το ρεπερτόριό του εκεί και όπου τραβούσε η ψυχή του (κάτι που θα έκανε εξάλλου καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του), προκαλώντας το μένος των πουριτανών της φολκ και τα γιουχαΐσματα μέρους του κοινού στις συναυλίες του, οι οποίοι τον ήθελαν να στέκεται για πάντα στη μέση της σκηνής σαν αγγούρι, με μια κιθάρα και μια φυσαρμόνικα και να τραγουδάει για την… αλλαγή.
Βγαίνοντας εκείνο το βροχερό βράδυ από την αίθουσα του σινεμά, σκεφτόμουν τι θα ήθελα να κρατήσει η κόρη μου απ’ όλα αυτά, πέραν ασφαλώς από την άρτια ερμηνεία του αγαπημένου της, Τίμοθι Σαλαμέ, στον πρωταγωνιστικό ρόλο κι αν όντως του αξίζει η υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Πρώτον, να έχει γνωριστεί και οπτικά με μια εποχή και μια μουσική πολύ μακρινή και μακριά από τα ακούσματά της μεν, ο αντίλαλος της οποίας όμως, φτάνει μέχρι την εποχή μας. Δεύτερον, ότι πέραν από τους στίχους-πασατέμπο των περισσότερων σήμερα λαμπερών περφόμερ της μουσικής βιομηχανίας, μια αράδα σε μια χαρτοπετσέτα μπορούσε τότε και θα μπορούσε και σήμερα να αλλάξει τον κόσμο, φτάνει να ήταν αληθινή, αυθεντική, ειλικρινής. Τρίτον, το να επιδιώκει τις αλλαγές και τις ανατροπές – ειδικά αν έχει βολευτεί – μπορεί να σώσει την ψυχή της, κόντρα στο πείσμα των λιμνάζοντων νερών. Και τέταρτον, εκεί που πάνε να την καταχώσουν σε κουτάκια ή έχει αυτοπαγιδευτεί σαν υπνωτισμένο ζόμπι, να το σκάει πριν να σκάσει.
Αλλά αυτά, θα ήταν μια κατοπινή συζήτηση που θα ερχόταν οργανικά διά της γνωστής μαιευτικής μεθόδου, ανάμεσα σε πατέρα και κόρη. Για την ώρα, ψηφίζουμε Σαλαμέ για χρυσό αγαλματάκι.
Σε μια βαθιά συντηρητική κοινωνία όπως είναι η δική μας – γιατί αυτό είμαστε – τα κουτάκια αποτελούν καταφύγιο ασφάλειας, απραξίας και υπακοής. Είτε είναι το αδυσώπητο κυνήγι των πολιτικών κομμάτων που θέλουν να σε μαντρίσουν, είτε είναι ο κόσμος που πρέπει ντε και καλά να σε «χρωματίσει», είτε είναι η μονόχνωτη, απούσα από κάθε φαντασία παιδεία μας, είτε οι γονείς που προβάλλουν τα αποτυχημένα όνειρά τους πάνω στα παιδιά τους, όλα γύρω μας συνωμοτούν στο να συμμορφωθούμε σε κάτι που πιθανότατα δεν θέλουμε, αντιθέτως μας προκαλεί ζάλη και εμετό.
Οι ειδικοί λένε πως όλα αυτά είναι συμπτώματα μικρών κοινωνιών. Εγώ θα το έλεγα αλλιώς, αλλά θα με κόψουν στη λογοκρισία. Ο Ντίλαν, πάντως, έδειξε τον δρόμο.