Όλα ξεκίνησαν πριν από, ακριβώς, δύο χρόνια όταν ο ΔΗΣΥ δέχθηκε την χειρότερη ήττα από ιδρύσεώς του και βρέθηκε σε ένα καινούργιο και άγνωστο ρόλο. Και όπως λέει και ο σοφός λαός «ενός κακού μύρια έπονται». Κάτι που ο Δημοκρατικός Συναγερμός, σε επίπεδο ηγεσίας, φροντίζει έκτοτε να επιβεβαιώνει. Δείχνοντας ταυτόχρονα ότι, δύο χρόνια μετά, δεν έχει βρει τον προσανατολισμό του.
Μετά το σοκ της πανωλεθρίας ήρθε το δέος της αλλαγής ηγεσίας. Μιας νέας ηγεσίας η οποία χαρακτηρίστηκε, όχι από τους αντίπαλους αλλά που τους ίδιους τους Συναγερμικούς, ως «παιδική χαρά». Χαρακτηρισμός που παρέπεμπε σε ηλικιακό επίπεδο παρά σε επίπεδο γνώσεων ή ικανοτήτων. Στην πορεία, όμως, κάποιοι φρόντισαν να δώσουν υπόσταση στην κακεντρέχεια ορισμένων αποδεικνύοντας μέσα από έργα και ημέρες ότι εν τέλει μπορεί και να είναι μια «παιδική χαρά». Γιατί τα παιδαριώδη λάθη τους ήταν τέτοια που δεν μπορούσαν να μην σχολιαστούν και ανάλογα.
Γεννήθηκε και ο χαρακτηρισμός «υπεύθυνη αντιπολίτευση». Ένας όρος που αποσκοπούσε μεν να τοποθετήσει τον Δημοκρατικό Συναγερμό στο χώρο της ευρύτερης αντιπολίτευσης αλλά να καταδείξει μια διαφορετικότητα από το ΑΚΕΛ και τον αντιπολιτευτικό του τόνο. Αλλά αλήθεια τι άραγε μπορεί να σημαίνει «υπεύθυνη αντιπολίτευση»; Αυτό μέχρι σήμερα κανείς δεν κατάφερε να το ερμηνεύσει με πολιτικούς ή άλλους όρους.
Δεν λέμε, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα για ένα κόμμα ξαφνικά ανακαλύπτει πως εκ του αποτελέσματος τοποθετείται στην αντιπολίτευση, αλλά από πλευράς πολιτικών δεν μπορεί να ασκήσει ουσιαστική αντιπολίτευση. Γιατί το να ασκεί κάποιο κόμμα αντιπολίτευση σημαίνει και ότι υπάρχει μια ιδεολογικοπολιτική διαφορά με εκείνους που κυβερνούν.
Στην περίπτωση του ΔΗΣΥ εκείνο που βλέπουμε είναι το εξής:
Στο Κυπριακό, μετά και την πρόσφατη επίσκεψη της ηγεσίας και κάποιων στελεχών στο Προεδρικό, το συμπέρασμα είναι «πως Νίκος Χριστοδουλίδης και Δημοκρατικός Συναγερμός βαδίζουν εν πολλοίς σε κοινή γραμμή». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ «από μέρους της ηγεσίας του ΔΗΣΥ εκφράστηκε η βούληση των προσπαθειών του Νίκου Χριστοδουλίδη».
Στην εξωτερική πολιτική, δεν καταγράφεται κάποια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην πορεία που ακολουθεί η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη με τις θέσεις του ΔΗΣΥ. Παρ’ όλη την προσπάθεια που καταβλήθηκε – προ διετίας – να χαρακτηριστεί ως «εκπρόσωπος της Μόσχας» εν τέλει ο νυν ΠτΔ κατάφερε να βρεθεί όσο κανένας προκάτοχός του πολύ κοντά στις ΗΠΑ. Κάτι που δεν αφήνει το όποιο περιθώριο στην Πινδάρου για να διαφοροποιηθεί ή να τον αντιπολιτευτεί.
Στο κεφάλαιο Ευρωπαϊκή Ένωση, ΔΗΣΥ και Κυβέρνηση κινούνται πάνω στην ίδια γραμμή, χωρίς παρεκκλίσεις. Χριστοδουλίδης και Δημητρίου παρακάθονται μαζί σε συνόδους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Αυτή η συγκατοίκηση δεν είναι κάτι που ενθουσιάζει την Αννίτα Δημητρίου καθώς θεωρεί η συμμετοχή του Νίκου Χριστοδουλίδη στο ΕΛΚ της έμεινε ως κατάλοιπο κι αν ήταν από το χέρι της δεν θα συμμετείχε ο ΠτΔ. Δείγμα προθέσεων είναι η άρνησή της να δεχθεί τη συμμετοχή των Κ. Κόμπου και Κ. Ιωάννου στις υπουργικές συνόδους του ΕΛΚ. Κάτι που βεβαίως δεν επέφερε κάποιο κόστος είτε στους ίδιους είτε στη δουλειά τους.
Κεφάλαιο οικονομία. Όταν ένα κόμμα εγκρίνει τον προϋπολογισμό μιας κυβέρνησης, ανεξαρτήτως του τι μπορεί να λέει και ποιες δικαιολογίες να εκφράζει, εκείνο που μετρά στο τέλος της ημέρας είναι πως με την πράξη του αυτή ουσιαστικά εγκρίνει και την οικονομική πολιτική των κυβερνώντων. Οι δικαιολογητικές γαρνιτούρες περισσότερο αποσκοπούν στο να πειστούν οι ίδιοι ότι ασκούν αντιπολίτευση παρά πείθουν το ευρύτερο ακροατήριο.
Οι όποιες διαφοροποιήσεις σε θέματα εσωτερικής πολιτικής και καθημερινότητας δεν μπορεί να θεωρούνται επαρκής άσκηση αντιπολίτευσης καθώς τέτοια κριτική ασκούν και οι ίδιοι οι συγκυβερνώντες, σε κάποιες περιπτώσεις πολύ πιο έντονα.
Με βάση όλα τα πιο πάνω εκείνο που προέχει να κάτσουν να δουν στην Πινδάρου, ως ηγεσία, ως συλλογικά όργανα αλλά και ως μέλη και στελέχη, δεν είναι το ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν στον ΔΗΣΥ. Εκείνο που προέχει δεν είναι οι καταστατικές αλλαγές αλλά το πως θα διορθώσουν την ακαταστασία που επικρατεί στην Πινδάρου εδώ και δύο χρόνια.