Τριάντα κορίτσια ήμασταν στην τάξη της Στ΄ 2 κλασσικού και τα αγόρια μόνο οκτώ στον αριθμό γιατί σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τους μύθους της δεκαετίας του ’70 η κλασσική παιδεία απευθυνόταν μόνο στα κορίτσια. Τα αγόρια έπρεπε να ακολουθήσουν «το πρακτικό», τον κλάδο των θετικών επιστημών, είτε τους άρεσαν είτε όχι, ακόμη κι αν ήταν αδύνατα στα μαθηματικά, στη φυσική και στη χημεία και ήθελαν να σπουδάσουν σε μια σχολή όπως τη Νομική. Ελλείψει υποδομών, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, τα παιδιά φοιτούσαν στο σχολείο μια εβδομάδα σε πρωινή φοίτηση και την επόμενη απογευματινή, εναλλάξ.

Δύσκολα χρόνια, οι πρόσφυγες συμμαθητές μας ζούσαν «προσωρινά» σε ξένα άδεια σπίτια απ’ όπου έλειπαν ακόμη και τα απαραίτητα, περιμένοντας όπως όλοι, μικροί και μεγάλοι «Να εφαρμοστούν οι κανόνες του Συμβουλίου Ασφαλείας και όλοι οι πρόσφυγες να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες». Κουροφέξαλα! Ανάμεσα στα λιγοστά αγόρια της τάξης ήταν κι ο Αντρέας Γιακουμής, παιδί αγνοουμένων που ζούσε με τους παππούδες του περιμένοντας να εξακριβωθεί η τύχη των γονιών του, κάτι που πήρε σχεδόν μισό αιώνα για την ταυτοποίηση των οστών.

Το θλιβερό μεταπολεμικό κλίμα, κατάφερναν να απαλύνουν ο Αντρέας μαζί με τον Στάθη και τον Γιώργο τον Σαμποτέρ, με τις πλάκες και τα αθώα αστεία τους. Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια μέχρι που αποφοιτήσαμε από το λύκειο και ο καθένας πήρε τον δικό του δρόμο. Κάποιοι έφυγαν για σπουδές στο εξωτερικό, άλλοι μπήκαν στην αγορά εργασίας, πολλά κορίτσια παντρεύτηκαν αμέσως μετά, με τον πρώτο έρωτα της ζωής τους. Υπήρχε ταμπού στις προγαμιαίες σχέσεις των κοριτσιών.

Μερικές καθηγήτριες είχαν το καθήκον να επιτηρούν τα κορίτσια, μην τυχόν βγάλουν λίγες τρίχες από το φρύδι, βάψουν με μολύβι το μάτι ή βάλουν κοκκινάδι στα χείλη. Το βάψιμο των μαλλιών κατά τα μαθητικά χρόνια ξεπερνούσε ακόμη και το σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Έτσι στην τάξη είχαμε κορίτσια με φρύδια όπως της Frida Kahlo και μουστάκι όπως του Κολοκοτρώνη. Ξανθές δεν υπήρχαν πέρα από ένα κορίτσι, τη Μαρίνα που όλοι φωνάζαμε «η Μαρίνα η ξανθή», που είχε το όνομα της αγαπημένης σε όλους Αγίας Μαρίνας αυτής που «ποτζοιμίζει τα μωρά». Σ’ αυτήν άναβαν κερί οι μανάδες όταν τα παιδιά τους αρρώσταιναν, η ίδια ήταν που βοηθούσε τις γυναίκες να κυοφορήσουν και να έχουν μια καλή εγκυμοσύνη. Σ’ αυτή κατέφευγαν ακόμη και για ν’ αποφύγουν το όνομα της μητέρας ή της πεθεράς, τάζοντας το μωρό στη χάρη της.

Στα μέσα Ιουλίου στη γιορτή της, πηγαίναμε με τη μάμμα και τη γιαγιά στο εκκλησάκι της, την Αγία Μαρινούδα. Λιώναμε κι εμείς από την κουφόβραση σαν τα κεριά, τις λαμπάδες και τα κέρινα τάματα σε σχήμα παιδιών, φτιαγμένα ολάκερα από κερί και άλλα από ασήμι. Μύριζε το εκκλησάκι ιδρώτα, καμένο λάδι και λιωμένο κερί μαζί με το άρωμα από φούλια και γιασεμιά που άφηναν οι πιστοί στο εικόνισμά της. Με ανέβαζε στα χέρια της η μητέρα για να προσκυνήσω ενώ στη συνέχεια έσκυβα και περνούσα κάτω από την εικόνα, νιώθοντας πλέον αήττητη.

Χρύσιζαν οι ιερείς μες στα χρυσοποίκιλτα άμφιά τους και τα παπαδοπαίδια που κρατούσαν τα Σεραφείμ και τα Χερουβείμ ενώ γυρίζαμε στη λιτανεία, από την Αγίου Ανδρέου έως τον μόλο, όπου χρύσιζε κι η θάλασσα τέτοια ώρα. Πόσο επιθυμούσαμε να βουτούσαμε στα νερά της. Μα φορούσαμε τα καλά μας ρούχα και ο πατέρας μας περίμενε ήδη στο ξενοδοχείο Continental να μας κεράσει παγωτό και πάστα forêt noire.

Ανάμεσα στο γυναίκειο πλήθος της λιτανείας με τις μαυρομαλλούσες γυναίκες ή τις γριούλες με γκρίζα και άσπρα μαλλιά, ξεχώρισα εκείνη τη μέρα τρία ξανθά κεφάλια. Ήταν της συμμαθήτριάς μου της Μαρίνας, της μητέρας της και της Δήμητρας της μικρής αδελφής της. Χαιρετιστήκαμε εκ του μακρόθεν, προτού τις ρουφήξει το πλήθος. Δεν θα την έχανα ξανά εφόσον τα επόμενα χρόνια έως και τα δεκαοκτώ μας, θα ήμασταν στην ίδια τάξη.

Τα διαλείμματα αντιγράφαμε τις ασκήσεις των μαθηματικών από το τετράδιο της Χρυσάνθης και μαζί κάναμε σκασιαρχείο την ώρα της γυμναστικής, όταν μας έστελνε η γυμνάστρια να κάνουμε τρεις φορές τον γύρο του σχολείου. Εμείς αράζαμε σε μια γωνιά παρέα με την Πάολα, κουβεντιάζοντας και γελώντας μέχρι να τελειώσουν τον ανώμαλο δρόμο οι συμμαθήτριες. Μέχρι σήμερα όποτε βρεθούμε χαιρόμαστε και σπάζουμε στα γέλια όπως τότε. Παρά τις τέσσερις δεκαετίες που μας χωρίζουν από την αποφοίτησή μας, δεν έχει αλλάξει καθόλου, είναι πάντα όμορφη, διατηρεί το λεπτό καλλίγραμμο σώμα της και τις φυσικές ξανθές ανταύγειες στο μαλλί της, ενώ σήμερα πολλές από τις μελαχρινές και μαυρομαλλούσες συμμαθήτριες, έγιναν κατάξανθες, όπως μεγάλος αριθμός του γυναικείου πληθυσμού του νησιού: σκούρα επιδερμίδα, ξανθό μαλλί με μαύρες ρίζες και μαύρο φρύδι. Από τη λαϊκή αγορά έως στα έδρανα της Βουλής “Je suis blonde”. Πόσο αγαπώ αυτό το νησί με τα ευτράπελά του!

dena.toumazi@gmail.com