Τα χρυσά διαβατήρια είναι το κορυφαίο σκάνδαλο το οποίο βίωσε η Κυπριακή Δημοκρατία. Μπορεί εκείνο του Χρηματιστηρίου από πλευράς οικονομικής διάστασης να ήταν ευρύτερο, όμως, αυτό των πολιτογραφήσεων οδήγησε σε ό,τι χειρότερο για μια χώρα: Τον διεθνή διασυρμό της! Την περασμένη Πέμπτη στο Κακουργιοδικείο έπεσε μια ακόμη υπόθεση από τις ελάχιστες που η Νομική Υπηρεσία μπόρεσε μέχρι σήμερα να στείλει στο δικαστήριο. Αθωώθηκαν και οι επτά κατηγορούμενοι.

Πρόκειται για τη δεύτερη υπόθεση χρυσών διαβατηρίων η οποία χάνεται στα δικαστήρια. Στην πρώτη υπόθεση, το Κακουργιοδικείο στη Λάρνακα αθώωσε εννιά κατηγορούμενους, πέντε φυσικά και τέσσερα νομικά πρόσωπα. Και οι δύο υποθέσεις είχαν οδηγηθεί στο δικαστήριο στη βάση του πορίσματος της Επιτροπής Νικολάτου.

Προτού εξηγηθεί γιατί το αποτέλεσμα της δεύτερης υπόθεσης έχει μεγάλη σημασία και, παράλληλα, μεγάλο κόστος το οποίο μεταφέρεται προσωπικά στους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή τη στιγμή στο δικαστήριο εκκρεμούν δύο ακόμη υποθέσεις οι οποίες αφορούν το σκάνδαλο των χρυσών διαβατηρίων.

Η μία αφορά την πολύκροτη υπόθεση η οποία προέκυψε μετά το ρεπορτάζ του τηλεοπτικού δικτύου Αλ Τζαζίρα. Η δεύτερη αφορά δέκα κατηγορούμενους, οκτώ φυσικά πρόσωπα και δύο νομικά πρόσωπα. Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή ανάμεσα στους κατηγορούμενους περιλαμβάνεται κι ένας πρώην υπουργός της κυβέρνησης Αναστασιάδη, ο Μάριος Δημητριάδης.

Η κοινωνία πρέπει να γνωρίζει ποια είναι η προοπτική της υπόθεσης του Αλ Τζαζίρα. Σύμφωνα με όσα περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, σύμφωνα με όσα έχουν μέχρι στιγμής σημειωθεί στην υπόθεση με την απόσυρση των κατηγοριών εναντίον ενός από τους αρχικά εμπλεκόμενους και με την απώλεια του βασικότερου μάρτυρα κατηγορίας, θα είναι τεράστια έκπληξη αν υπάρξει καταδίκη των κατηγορούμενων.

Αν οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, σημαίνει πως οι τρεις από τις μόλις τέσσερις υποθέσεις που η Νομική Υπηρεσία υπό την ηγεσία δύο υπουργών της κυβέρνησης Αναστασιάδη, οι αποφάσεις της οποίας ευθύνονται για το κορυφαίο σκάνδαλο, θα χαθούν.

Πρόκειται για κραυγαλέα αποτυχία του Γιώργου Σαββίδη και του Σάββα Αγγελίδη. Όχι μόνο επειδή σε ένα τεραστίων διαστάσεων σκάνδαλο, που διέσυρε την Κύπρο διεθνώς, δεν θα υπάρξει τιμωρία κάποιων. Αλλά επειδή και οι δύο τους, ως μέλη μιας κυβέρνησης η οποία αποδεδειγμένα και δια πορίσματος Επιτροπής που οι ίδιοι διόρισαν ευθύνεται για τη λήψη χιλιάδων παράνομων αποφάσεων, συνοδεύονταν από μεγάλη καχυποψία από την πρώτη στιγμή του διορισμού τους. Καλώς ή κακώς.

Η αποτυχία στο δικαστήριο στις ελάχιστες υποθέσεις που μπόρεσαν να στείλουν, αναμφίβολα θα θεριέψει την καχυποψία. Με ό,τι αρνητικό κάτι τέτοιο συνεπάγεται για μια κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε διαρκή αναβρασμό για αρκετά χρόνια, εξαιτίας της διαφθοράς και της διαπλοκής.

Βεβαίως, τούτου λεχθέντος, σε καμία περίπτωση δεν υπονοούμε ότι αν οι όποιοι κατηγορούμενοι ήσαν αθώοι, έπρεπε να καταδικασθούν χάριν της διάψευσης της όποιας καχυποψίας. Και φυσικά, στις δύο περιπτώσεις οι οποίες εκδικάστηκαν, η αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι απολύτως σεβαστή.

Αυτό, όμως, δεν αφαιρεί από τη ράχη των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας το βάρος της ευθύνης. Δύο τινά μπορεί να συνέβαιναν. Είτε οι κατηγορούμενοι στις δύο υποθέσεις (και στις τρεις αν προσθέσουμε και εκείνην του Αλ Τζαζίρα) ήσαν όντως αθώοι, άρα κακώς ο Γενικός Εισαγγελέας θεώρησε ότι ήσαν ένοχοι και τους έστειλε στο δικαστήριο. Είτε αν ήσαν ένοχοι (υποθετικά ομιλούντες) και ορθώς τους έστειλε στο δικαστήριο, τότε η Γενική Εισαγγελία απέτυχε παταγωδώς να αποδείξει την ενοχή. Και στις δύο περιπτώσεις, οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας παραμένουν εκτεθειμένοι.

Ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, μια ανάγνωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου δείχνει ότι η απόφαση στηρίχτηκε και στον κακό χειρισμό της από την κατηγορούσα αρχή. Σε κάποιο σημείο αναφέρεται στην απόφαση: «Η βασική θέση που προέβαλε η Υπεράσπιση ήταν ότι η ανακριτική ομάδα ενήργησε δογματικά απορρίπτοντας άλλα πιθανά ενδεχόμενα με αποτέλεσμα οι ανακρίσεις να εκλαμβάνουν ως δεδομένη την επιστροφή χρημάτων στον Μ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην στρέψουν τις έρευνες προς εξέταση ισχυρισμών των κατηγορουμένων ή άλλων μαρτύρων κατά τρόπο επιλεκτικό».

Και προστίθεται: «Εναπόκειται επομένως στις ανακριτικές αρχές να προσεγγίζουν το έργο τους με ανοικτό μυαλό. Η διερεύνηση πρέπει να είναι εξαντλητική και προς πάσα κατεύθυνση. Δεν νοείται καταδίκη αν υφίστανται εύλογες αμφιβολίες στην υπόθεση που έχει παρουσιάσει η Κατηγορούσα Αρχή».

Η αναφορά του Κακουργιοδικείου σε ανακριτική ομάδα παραπέμπει ασφαλώς στην Αστυνομία. Ωστόσο, τα προηγούμενα χρόνια παρακολουθούσαμε κατ’ επανάληψη, να προβάλλεται από τη Νομική Υπηρεσία η καθοδήγηση την οποία επέβαλαν στην ανακριτική ομάδα. Γι’ αυτό και υπήρξε σωρεία συσκέψεων στη Νομική Υπηρεσία κατά τη διάρκεια του ανακριτικού έργου ώστε να καθοδηγούνται οι αστυνομικοί ανακριτές. Για να μπορέσει να κτισθεί μια σιδεροκέφαλη υπόθεση.

Στην απόφασή του, όμως, το Κακουργιοδικείο είναι εμφανές ότι κουνάει το δάκτυλο στην Γενική Εισαγγελία για τον τρόπο με τον οποίο έκτισαν την υπόθεση και την παρουσίασαν στο δικαστήριο. Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, στις υποθέσεις των χρυσών διαβατηρίων, Γιώργος Σαββίδης και Σάββας Αγγελίδης βρίσκονται εκτεθειμένοι!