«Οι άνθρωποι που μαζεύουν τις καλλιέργειές μας και καθαρίζουν τα γραφεία μας· που εργάζονται σε πτηνοτροφικές μονάδες και εργοστάσια συσκευασίας κρέατος· που πλένουν τα πιάτα στα εστιατόρια όπου τρώμε και δουλεύουν τις νυχτερινές βάρδιες στα νοσοκομεία, μπορεί να μην έχουν τα κατάλληλα έγγραφα για να είναι πολίτες αυτής της χώρας, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών δεν είναι εγκληματίες. Πληρώνουν φόρους και είναι καλοί γείτονες».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε μια κληρικό. Την επίσκοπο της Ουάσιγκτον Μαριάν Μπαντ, η οποία τόλμησε να υπερασπιστεί τους μετανάστες, αλλά και όσους στοχοποιούνται από το νέο πρόεδρο της Αμερικής, μπροστά στον ίδιο, σε τελετή που είχε να κάνει με την ορκωμοσία του, ζητώντας του να δείξει έλεος (και βάζοντας με αυτό τον τρόπο το κεφάλι της στο στόμα του λύκου).
Ένας δικός μας επίσκοπος, ο μητροπολίτης Πάφου, αντί την αγάπη και την κατανόηση, σπέρνει το μίσος: Μην συναναστρέφεστε με ανθρώπους που δεν ξέρουν να μετανοούν, να εξομολογούνται και να κοινωνούν τακτικά. Μην τρώτε ό,τι σας προσφέρουν άνθρωποι που δεν είναι του Θεού. Μην δέχεστε από αυτούς οτιδήποτε σας δίνουν ακόμη και εάν σας προσφέρουν ακριβά αντικείμενα και εάν έχει κάποιος δεχτεί κάτι να το μεταφέρει στον πνευματικό του να διαβαστεί και ν’ αποφεύγουμε αυτούς όσο μπορούμε.
Τα ακούνε και οι μισάνθρωποι και παίρνουν θάρρος. Έναν από αυτούς είδαμε χθες να κτυπά ένα νεαρό ντελιβερά, να του αρπάζει το κινητό και το πορτοφόλι γιατί αποφάσισε πως του έκανε ζημιά στο αυτοκίνητο του καθώς αυτός κινείτο με το ποδήλατο πίσω του. Αξιολόγησε τη ζημιά στα 400 ευρώ και πήρε το νόμο στα χέρια του, στη μέση του δρόμου, με καταστηματάρχες της περιοχής και περαστικούς να παρακολουθούν τον μαινόμενο Κύπριο. Χωρίς να παρεμβαίνουν. Να φύγουν λοιπόν όλοι, να πάνε πίσω στις χώρες τους. Κι οι ντελιβεράδες, κι οι κτίστες, κι οι καθαρίστριες στα ξενοδοχεία και οπουδήποτε αλλού, και όσες φροντίζουν ηλικιωμένους, κι αυτοί που εργάζονται στις φάρμες και στα χωράφια και οι άλλοι στις κουζίνες των εστιατορίων κι εκείνοι στα πρατήρια βενζίνης, στις υπεραγορές, στις καφετέριες… Να φύγουν όλοι και να μας αφήσουν να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Να αναλάβουμε τις ζόρικες δουλειές που μας έκλεψαν. Να γίνουμε ξανά γκαρσόνια, πωλητές και πωλήτριες, να βγάλουμε το σκύλο μας περίπατο, να αναλάβουμε τους ηλικιωμένους μας, να βγάλουμε τις πατάτες από τα χωράφια και να καθαρίσουμε τα χοιροστάσια, να κάνουμε τις νυχτερινές βάρδιες στους φούρνους… Υπάρχουν τόσα πολλά να κάνουμε και τόσα πολλά που στερηθήκαμε. Να ηρεμήσουν κι οι τυχικοί. Ή μήπως θα βρουν άλλους στόχους;