Σε μια εποχή που όλοι πρέπει να ζούμε υπέροχες στιγμές μέσα από τα facebook και τα Instagram, κάποια δημόσια πρόσωπα τολμούν να μας προσγειώσουν. Η ζωή έξω από όλα αυτά, η πραγματική, έχει πολλές ανατροπές. Όλοι είμαστε θνητοί, αδύναμοι μπροστά σε αυτά που θα συναντήσουμε στην πορεία.

Πριν λίγους μήνες ο Δημήτρης Σταρόβας, όταν συνήλθε –κάπως- μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό τόλμησε να εμφανιστεί ψελλίζοντας σαν παιδί που προσπαθεί να βάλει τις λέξεις σε σειρά και να μας πει πως «μέσα στη ζωή είναι όλα και δεν πρέπει να κρυβόμαστε».

Τώρα, ο Διονύσης Σαββόπουλος, έχοντας κλείσει τα 80, αποφάσισε να διηγηθεί τη ζωή του. «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου «και εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα» συνεχίζει σε στιχάκι. Ο Σαββόπουλος υπήρξε πάντοτε παραμυθάς. Το λέει και ο ίδιος στην εισαγωγή: «Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός. Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, φίλος και γιος».

Διηγείται λοιπόν 20 ιστορίες από τη ζωή του. Μια από αυτές είναι η περιπέτεια που είχε με την υγεία του, η οποία ξεκίνησε μέσα στην πανδημία. «Μια και είχα χρόνο πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για να προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν – ο μη γένοιτο – σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός. Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλης αδυναμίας».

Κι ενώ βρισκόταν ακόμα σε θεραπείες ήρθε στην Κύπρο για συναυλίες. Στο αεροπλάνο άρπαξε κορωνοϊό και βρέθηκε στο νοσοκομείο με ορούς, μάσκα οξυγόνου, φάρμακα… «Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται!» Κτύπησε το κουδούνι, έφθασαν οι νοσοκόμες ανέκφραστες και άψογες ζητώντας του να γδυθεί. «Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν. Κι όπως ήμουν έτσι ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα να ‘φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών».

Θνητοί είμαστε όλοι, ας μη το ξεχνάμε.