Μετρούμε μέρες πριν ο νέος πλανητάρχης, Ντόναλντ Τραμπ, πάρει ξανά τον… κατήφορο για το Οβάλ Γραφείο. Και ενώ έχει πιάσει σύγκρυο τους απανταχού οικονομολόγους για το πού θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία στη σταυροφορία του να διατηρήσει τη μοναρχία του δολαρίου, επιβάλλοντας ταυτόχρονα ταρίφες σε συγκοινωνούντες οικονομίες, υπάρχει κι ένα άλλο γκρουπ που κάθεται πάνω στα κάρβουνα, φοβούμενοι για το τι σημαίνει η ολική επαναφορά Τραμπ για την κλιματική αλλαγή και την πράσινη μετάβαση.
Τα ίχνη του φιδιού είναι, βεβαίως βεβαίως, ήδη εκεί. Εξάλλου μας έδωσε μια πικρή γεύση από την πρώτη του θητεία απορρίπτοντας περίπου 100 νομοσχέδια για το περιβάλλον και χαρακτηρίζοντας «φάρσα» την κλιματική αλλαγή. Όσον αφορά στα επεισόδια της… νέας σεζόν, ο Τραμπ έχει ήδη προαναγγείλει πως θα περιορίσει τις δαπάνες για την πράσινη ενέργεια, θα αποχωρήσει από διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα και θα φέρει νέο κύμα γεωτρήσεων για πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Πάνω στην ώρα που οι παγκόσμιες ενέργειες για να σωθεί αυτό το αιωρούμενο ρημάδι που ζούμε, έχουν αρχίσει να πιάνουν τόπο.
Αυτή, όμως, είναι η μεγάλη εικόνα. Και η προσκόλληση σ’ αυτήν μπορεί να επισπεύσει τους τίτλους τέλους. Γιατί η φύση πάντα βρίσκει τρόπο να επανέλθει. Ο άνθρωπος όμως; Αν, λοιπόν, ο καθένας μας παραμείνει θεατής ποντάροντας τα κουκιά του αποκλειστικά στους μεγάλους και τρανούς, στους διεθνείς οργανισμούς και στους επιστήμονες, τότε ζήτω που καήκαμε (σύμφωνα με τις έρευνες των NASA και NOAA ο μέσος όρος θερμοκρασίας έχει ανέβει κατά 1.2 βαθμούς Κελσίου, με την τάση αυτή να επιταχύνεται τα τελευταία χρόνια και τον κάθε χρόνο να σπάει το ρεκόρ του προηγούμενου). Ναι, θα καούμε!
Όμως, ας βάλουμε και το εξής στην εξίσωση. Ας πούμε ότι ο Τραμπ έχει δίκιο ότι πρόκειται περί φάρσας κι ότι αποτελεί φυσικό κυκλικό καιρικό φαινόμενο. Αυτό δικαιολογεί την απραξία μας και το άρμεγμα των φυσικών πόρων του πλανήτη πριν προλάβει να επουλωθεί; Δικαιολογεί τη μόλυνση της ατμόσφαιρας και την αποψίλωση των δασών και τη σπατάλη του νερού και και και; Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο μεγάλος χαμένος είναι η υγεία και η ποιότητα της ζωής γενικότερα. Άρα η ευθύνη βαραίνει τον καθένα μας. Σε συλλογικό και σε ατομικό επίπεδο.
Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το ετήσιο τριήμερο σεμινάριο των Φίλων της Γης Κύπρου. Έτσι, για να αυτό-φορτωθώ ενοχές για τη δική μου απειροελάχιστη συνδρομή στη μεγάλη πράσινη εικόνα και να ενημερωθώ παράλληλα για όλα τα περιβαλλοντικά disaster stories που εκτυλίσσονται στον τόπο μου. Οι Φίλοι της Γης είναι μία μόνο από τις πολλές μη κυβερνητικές, μη κερδοσκοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις στο νησί μας που συντελούν τεράστιο έργο για τον τόπο, που κάνουν για μας, πριν από μας, όλα αυτά που θα έπρεπε να κάναμε όλοι μας, στο μέτρο που μπορούμε, για μας.
«Πού θα πάεις ρε;», μου είπε ένας φίλος μεταξύ σοβαρού και αστείου. «Μα με τούτους τους άλουτους, τους μαλλιαρούς που τρων μόνο χόρτα;». Γέλασα. Όχι μόνο δεν είναι άλουτοι. Είναι μουσκομυρισμένοι επιστήμονες πλέον, φορτωμένοι πτυχία, εμπειρίες και βιώματα, οι οποίοι μάχονται νυχθημερόν, είτε σε επιτροπές της Βουλής, είτε με δράσεις αντίδρασης, είτε με επιστημονικά σεμινάρια, μελέτες και άρθρα, είναι οι πεντέξι «γραφικοί» που βλέπουμε στο κλείσε-τα-μάτια-και-το’ χασες soundbite των δελτίων, να πικετοφορούν για τα κομμένα δέντρα στον παραλιακό της Λεμεσού π.χ. Και εμείς; Εμείς είμαστε αυτοί που κάθονται στον καναπέ και είτε πισκαλούμεν επιδοκιμαστικά, είτε ψελλίζουμε συνοφρυωμένοι ότι τούτοι εν ο λόγος που δεν πάμε μπροστά γιατί κόβουν την ανάπτυξη. Ή απλά παρακολουθούμε απαθείς.
Στο μεταξύ, η μια κυβέρνηση μετά την άλλη, βλέπει τα μικρά και μεγάλα περιβαλλοντικά θέματα της Κύπρου ως παρανυχίδες, ρίχνεται με τα μούτρα στις γνωστές πιπίλες του Κυπριακού – σταθερή ασφαλής επωδός – και της Οικονομίας, με κερδισμένες τις τράπεζες, τους δημόσιους και τις συντεχνίες τους, οι υπόλοιποι ψαχνόμαστε στον πάτο του βαρελιού. Αλλά αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία.
Όσο για τους «άλουτους», είναι αυτοί που χρόνια πριν είχαν ανοίξει τον δρόμο, βάζοντας φρένο στις επιβουλές για τον Ακάμα και άλλες μεγάλες περιβαλλοντικές ματσαράγκες που μαγειρεύονταν στα παρασκήνια. Όχι πάντα με επιτυχία. Αλλά ασχέτως. Το έκαναν για μας. Πριν από μας. Με μια ντουντούκα και φθαρμένα από τα χιλιόμετρα φλιπ-φλοπ. Χωρίς φράγκο και για κανένα προσωπικό συμφέρον. Σήμερα, όμως; Εμείς; Ο καθένας μας; Μάστροι στο να κρύβουμε τα σκουπίδια κάτω απ’ το χαλί. Λουσμένοι, κουστουμαρισμένοι με τα μάτια ερμητικά κλειστά. Όλα καλά;