Οι βαλίτσες έχασκαν άδειες στην αποθήκη, μαζί με τα μπαούλα και τις κούτες που περιείχαν στολίδια των Χριστουγέννων, βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες που χρόνια περίμεναν να ταξινομηθούν και να διαβαστούν. Αποκριάτικα κοστούμια, παιδικά ρούχα, παιχνίδια, σχολικά τετράδια και κατασκευές. Καρέκλες, πίνακες, ψησταριά για μπάρμπεκιου, θαλασσινές ξαπλώστρες και ομπρέλες. Όλα μαράζωναν, ασφυκτιούσαν και σκονίζονταν στο υπόγειο, για πόσα χρόνια τώρα;

Σίγουρα οι κάτοικοι του σπιτιού, διακατεχόμενοι από το σύνδρομο ιδιοκτησίας δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από άχρηστα αντικείμενα τα οποία θα μπορούσαν να δώσουν για ανακύκλωση ή απλά να δωρίσουν. Πράγματα που κατέβαζαν προσωρινά στο υπόγειο ενώ στη συνέχεια έμεναν στα αζήτητα ώσπου να περιπέσουν στη λήθη και στη φθορά. Μόνο οι ταξιδιωτικές βαλίτσες τύγχαναν μεγάλης κινητικότητας, αφού τις ανεβοκατέβαζαν συχνά λόγω των ταξιδιών του πατέρα.

Ταξίδια επαγγελματικά, επιμορφωτικά, συνεδριακά. Όταν είσαι μέλος ή πρόεδρος τόσων συνδέσμων, σωματείων και ομίλων με πολιτική, αθλητική ή κοινωνική δράση, οι ευκαιρίες αφθονούν. Συχνά ανακοίνωνε στη σύζυγό του πως θα έλειπε τις τάδε ημερομηνίες και αυτή κατέβαινε με μισή καρδιά τις σκάλες του υπογείου, ανέβαζε τις αποσκευές, τις ξεσκόνιζε και άρχιζε το πακετάρισμα. Ρούχα ζεστά αν ο προορισμός του ήταν μια βόρεια χώρα. Τα δίπλωνε προσεκτικά μην τσαλακωθούν και σπάσουν οι κόγχες, έβαζε ομπρέλα, ζεστές κάλτσες, πουλόβερ και όλα τα απαραίτητα, ενώ κάπου σε μια γωνιά, άφηνε ένα πουγκί γιασεμί ή ανθούς, ένα σοκολατάκι και ένα σημείωμα για να τα βρει όταν θα έφτανε στον προορισμό του.

Όσο θα έλειπε ο σύζυγος θα κοιμόταν νωρίς τα βράδια. Τα παιδιά θα μπορούσαν να ξαπλώσουν μαζί της στο μεγάλο κρεβάτι που έμοιαζε με καράβι, λέγοντάς τους παραμύθια και τραγούδια μέχρι να κοιμηθούν. Έπειτα θα διάβαζε λίγο από το βιβλίο της, προτού την πάρει κι αυτήν ο ύπνος. Θα έφτιαχνε φαγητά έκτακτα απ’ αυτά που λάτρευαν τα παιδιά, ένα σπαγγέτι με κιμά, ένα hot-dog ή θα παράγγελναν πίτσα. Σαββατόβραδο θα έκαναν μια κούπα ποπ-κορν και θα έβλεπαν μαζί ταινίες κινουμένων σχεδίων ενώ την Κυριακή θα πήγαιναν για πικνίκ στην παραλία για να μαζέψουν κοχύλια που ξέβραζε το κύμα.

Κατά τα άλλα η ρουτίνα της δεν θα άλλαζε σε τίποτα, εφόσον αυτή έπαιρνε τα παιδιά κάθε πρωί σχολείο, τα σχόλαζε το μεσημέρι γευματίζοντας μαζί τους, αφού συνήθως ο σύζυγος δεν είχε χρόνο για μεσημεριανό διάλειμμα ή πήγαινε σε επαγγελματικά γεύματα. Το απόγευμα έτρεχαν στα φροντιστήρια και το βράδυ μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας στο σπίτι, τα παιδιά είχαν ήδη κάνει το μπάνιο τους, φορούσαν πιτζάμες, ίσα που προλάβαινε να τα καληνυχτίσει αν δεν κοιμόντουσαν ήδη.

Θα αλλάξουν τα πράγματα, της έλεγε. Τα παιδιά θα μεγαλώσουν, θα φύγουν για σπουδές και θα πηγαίνουν μαζί πια, σε όλα τα ταξίδια. Θα γυρίσουνε τον κόσμο, θα πάνε Αφρική, Ασία, μέχρι την Αυστραλία θα φτάσουνε. Τα χρόνια θα περνούσαν, είτε το ήθελαν είτε όχι, τα παιδιά θα μεγάλωναν θα πήγαιναν στρατό, θα έφευγαν για σπουδές και θα εργάζονταν στο εξωτερικό. Άδειο πια το σπίτι, μες στην αποθήκη του οποίου χάσκουν οι άδειες βαλίτσες, τα κιβώτια και τόσα άχρηστα αντικείμενα. Μάταια περιμένουν τον σύζυγο και τα παιδιά να μαζέψουν αυτά που θέλουν και να ξεφορτωθούν όλα τα περιττά.

Εν τω μεταξύ ο άντρας της αν και συνταξιούχος δουλεύει στους ίδιους πάντα ρυθμούς, μόνο που έχει χάσει πια την όρεξη του για ταξίδια. «Πού να βουράς κατακαλότζαιρα στην Ευρώπη μες στον λάλλαρο ή στην Ασία μες τους μουσώνες ή τον χειμώνα μες στους σιονιάδες της Ευρώπης; Εν καθούμαστεν στα βραστά μας;». Μια μέρα αποφάσισε πως ήρθε επιτέλους η ώρα να κάνει έστω και μόνη τα ταξίδια που πάντα ονειρευόταν. Κατέβηκε στο υπόγειο, ετοίμασε τη βαλίτσα της γεμίζοντάς την μόνο με καλοκαιρινά ρούχα, αφού στην Ασία, κάνει πάντα καλοκαίρι: “L’ été indien”, το ινδικό καλοκαίρι που τραγουδούσε με τον άντρα της όταν ήταν νέοι, ακούγοντας τον Joe Dassin.

“Οn ira où tu voudras quand tu voudras…”, «θα πάμε όπου θέλεις, όταν εσύ θα το θέλεις» σε ελληνική μετάφραση, ενώ η απόδοση των υπόλοιπων στίχων του τραγουδιού καμιά σχέση δεν έχει με τους γαλλικούς «Όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα, φύγατε νωρίς-νωρίς η χειμωνιά μην σας βρει. Κι έμεινα μονάχος δίχως όνειρα, μόνο μου με βρήκε η βροχή…», έτσι μας το τραγουδούσαν ο Τέρης Χρυσός και ο Δάκης.

Η ηλικιωμένη κυρία βρέθηκε με ένα γκρουπ γυναικών της τρίτης ηλικίας να κολυμπάνε στις χρυσές παραλίες της Kerala, στη Νότιο Ινδία, εκεί που σμίγουν τα νερά τους ο Ινδικός Ωκεανός με τη θάλασσα της Βεγγάλης και της Αραβικής. Εκεί που δεν υπάρχει χειμώνας παρά μόνο το αιώνιο ινδικό καλοκαίρι.

«Κι έφυγες και χάθηκες σαν σύννεφο, έσβησες σαν όνειρο που το πρωί ξεψυχά…Άπλωσα τα χέρια μα δεν σ’ έφτασα κι έκλαψα για πρώτη φορά…»

dena.toumazi@gmail.com