Όποτε συζητούν στη Βουλή για ένα ζήτημα που αφορά τις τράπεζες ή γενικά την οικονομία του τόπου, είναι ως να αναβιώνουν τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, των μνημονίων και των κουρεμάτων.
Κι όποτε το κάνουν με τρομάζουν οι πολιτικοί μας ταγοί. Γιατί δεν περιμένει κανένας από τις τράπεζες ή τους ξένους και ντόπιους επενδυτές, να λάβουν υπόψη τα προβλήματα των πολιτών και να σταθούν δίπλα τους. Αλλά, περιμένουν όλοι από την πολιτική ηγεσία να ανταποκριθεί σε αυτό τον ρόλο.
Η πολιτική ηγεσία, όμως, μας θυμίζει τη διαχείριση των οικονομικών εξελίξεων του 2012 – 13 και γι΄ αυτό μας τρομάζει. Δεν είμαι τεχνοκράτης οικονομολόγος για να μπορώ να εκφράσω με ασφάλεια άποψη για την Πρόταση Νόμου του ΑΚΕΛ για επιβολή έκτακτης φορολογίας στα υπερκέρδη των τραπεζών. Ούτε καν μπορώ να ορίσω τι είναι αυτό που στην ελεύθερη οικονομία λέγεται υπερκέρδος. Όσα, όμως, άκουσα από τους βουλευτές μας την Πέμπτη δεν πείθουν την «κοινή λογική» ότι εκείνοι έχουν την ικανότητα ή τη διάθεση να πάρουν αποφάσεις για το δημόσιο συμφέρον. Ούτε ότι οι αποφάσεις τους ανταποκρίνονται στα προβλήματα των πολιτών και κανενός άλλου.
Η πρόταση του ΑΚΕΛ, εκτός από το πρακτικό μέρος, ήθελε να στείλει και ένα μήνυμα στις τράπεζες για να συγκρατηθούν κάπως σε αυτό που όλοι ονόμασαν ασυδοσία και εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, αλλά και στους πολίτες οι οποίοι πλήρωσαν την κρίση του 2013 κι ακόμα πληρώνουν, ότι τα κόμματα, οι πολιτικοί, είναι δίπλα τους. Λογικό και αναμενόμενο μετά από τόσα χρόνια δυσπραγίας. Παράλογο, όμως, για 25 νομοθέτες.
Αν βουλευτές ή κόμματα για δικούς τους λόγους, ήθελαν να καταψηφίσουν την πρόταση και η πλειοψηφία να την απορρίψει ήταν δημοκρατικό δικαίωμά τους και κρίνονται από τους ψηφοφόρους τους. Αυτό που μας έκανε εντύπωση ήταν το πάθος όσων θα καταψήφιζαν. Τόσο πάθος δεν επιδεικνύουν για κανένα άλλο ζήτημα. Έκαναν ως να ερχόταν ξανά η Μικρασιατική Καταστροφή. Με πρωταγωνιστή αυτής της προσέγγισης τον Νικόλα Παπαδόπουλο. Ο οποίος, μεταξύ των πολλών επιχειρημάτων το είπε κι αυτό: Αν περάσει αυτή η πρόταση του ΑΚΕΛ υπάρχει «πιθανότητα να οδηγηθεί ξανά η χώρα στα βράχια».
Αδύνατο να το κατανοήσω. Πώς θα οδηγηθεί η χώρα στα βράχια αν για δύο χρόνια οι τράπεζες καταβάλλουν ένα τέλος μερικών εκατομμυρίων στην περίπτωση που θα κερδίσουν δισεκατομμύρια;
«Οι τράπεζες πληρώνουν ήδη φόρους ετήσιους, είτε έχουν κέρδη είτε όχι, φόρο επί των καταθέσεων και εταιρικό φόρο συν ΦΠΑ», έλεγε ο Νικόλας Παπαδόπουλος ως να καλούσε τους πολίτες να λυπηθούν τις καημένες τις τράπεζες που πληρώνουν φόρους. Ή και η Σάββια Ορφανίδου που μας νουθετούσε (ήμαρτον σου Κύριε!) διότι, έλεγε, «ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει αντίληψη ότι όταν μιλάμε για τράπεζες εννοούμε τις καταθέσεις του κόσμου, τους συνεπείς δανειολήπτες». Λες και οι τράπεζες έδωσαν καθόλου από τα κέρδη τους στους κουρεμένους καταθέτες ή έδωσαν αξιόλογους τόκους στις καταθέσεις ή μερίσματα στους μετόχους, και θα κοπούν όλα αυτά αν επιβληθεί το έκτακτο τέλος. Ή ο ειδήμονας του ΔΗΣΥ Μάριος Μαυρίδης, που έλεγε ότι η πρόταση έχει «κομμουνιστική λογική», και «θα αποτρέψει ξένους επενδυτές που επενδύουν στις κυπριακές τράπεζες». Ξανά μανά τα ίδια!
Απίστευτα επιχειρήματα. Κι αυτά και όσα άλλα ακούσαμε. Που δεν δείχνουν τίποτε άλλο παρά μόνο ότι κόμματα και βουλευτές παθαίνουν πανικό μόλις κληθούν να ψηφίσουν πρόταση που πιθανό να δυσκολεύει τις τράπεζες. Και είναι αδιανόητο. Όχι γιατί θα σωθεί ο τόπος ή ότι θα καταστραφούν οι τράπεζες αν πληρώσουν έναν έκτακτο φόρο. Αλλά, επειδή η πολιτική ηγεσία του τόπου, όπως το 2013, έτσι και σήμερα αποδεικνύει ότι είναι κατώτερη των περιστάσεων.
Αν δεν είναι, ας βγει ένας να μας εξηγήσει πώς γίνεται με τις αποφάσεις τους να έχουν ξεπεράσει την κρίση του 13 οι τράπεζες και να πραγματοποιούν πλέον κέρδη εκατομμυρίων ή δισεκατομμυρίων. Πώς γίνεται να την έχει ξεπεράσει το κράτος και να αναβαθμίζεται από τους ξένους οίκους. Πώς γίνεται να την έχουν ξεπεράσει οι ξένοι επενδυτές και να επενδύουν πλέον άφοβα στην Κύπρο. Οι εργοληπτικές εταιρείες. Οι επιχειρήσεις Υπηρεσιών. Αλλά, οι μόνοι που βρίσκονται ακόμα σε οικονομική κρίση να είναι οι πολίτες. Η κοινωνία. Είτε με μισθούς φτώχιας, είτε με κόστος στέγης που είναι απλησίαστο, είτε με εξωπραγματικούς λογαριασμούς «κοινής ωφελείας», είτε με τραπεζικές υπερχρεώσεις που δεν μπορούν να πληρώσουν.