Σε μια εποχή όπου γενικής απαξίωσης της πολιτικής και να υφίσταται ένας ανταγωνισμός ποιος θα απαξιώσει περισσότερο τους πολιτικούς, οποιεσδήποτε άλλες τοποθετήσεις και συμπεριφορές μάλλον φαίνονται να βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Την περασμένη Δευτέρα είχα την ευκαιρία να βρεθώ σε μια εκδήλωση η οποία μπορεί και να ήταν «εκτός τόπου και χρόνου» σύμφωνα με τις σημερινές αντιλήψεις των πολλών.
Η εκδήλωση, «Ο μάχιμος σμηνίας Γλαύκος Κληρίδης», από μόνη της μπορεί σε κάποιους να μην λέει και πολλά ή να τους είναι αδιάφορο. Ενδεχομένως κάποιοι να κρίνουν πως πρόκειται για μια ακόμη πολιτική εκδήλωση, με τους ομιλητές να επαναλαμβάνουν τα ίδια και ίδια, με πολύ μπλα-μπλά. Κι όμως δεν ήταν τίποτε απ’ αυτά. Ήταν μια εκδήλωση, διδαχή του τι είναι ο πολιτικός πολιτισμός (που σήμερα δεν υφίσταται, αλλά ευτυχώς εμείς προλάβαμε να τον ζήσουμε) και πως επιβιώνει ακόμα και τις μέρες μας.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε ένεκα ακριβώς της ύπαρξης πολιτικού πολιτισμού ανάμεσα σε άτομα τα οποία ανήκουν σε αντίθετους πολιτικούς χώρους και αν μπούμε στη λεπτομέρεια θα βρούμε δεκάδες διαφορές επί σημαντικών ζητημάτων. Όμως δεν ήταν αυτό το ζητούμενο.
Η Αναστασίας Παπαδοπούλου, κόρη του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, Τάσσου Παπαδόπουλου, εντόπισε στο αρχείο της μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον Γλαύκο Κληρίδη το 1995,ως φοιτήτρια, και στην οποία ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας μίλησε για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως ο ίδιος τον βίωσε. (Τη συνέντευξη όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να την βρει διαδικτυακά σε σελίδα του ινστιτούτου).
Από την ομιλία της Αναστασίας Παπαδοπούλου προσωπικά κρατώ την κατάληξη:
«Κλείνοντας, για αυτούς που αναζητούν πολιτικά μηνύματα σε σχέση με την αποψινή εκδήλωση, μπορώ να μοιραστώ το δικό μου πολιτικό μήνυμα. Είχα το προνόμιο ως φοιτήτρια να πάρω συνέντευξη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είχα αυτό το προνόμιο λόγω της τότε ύπαρξης ενός πολιτικού πολιτισμού, καθώς δεν χρειάστηκαν πέραν των 10 λεπτών για τον Πρόεδρο να δεχθεί να βοηθήσει την κόρη κάποιου από άλλον πολιτικό χώρο. Και δεν υπήρξε καν δεύτερη σκέψη από τον πατέρα μου, ότι θα μπορούσε να ζητήσει αυτή τη χάρη και ότι η μεγαλύτερη του έγνοια ήταν να μην δείξω – λόγω του νεαρού της ηλικίας μου – την παραμικρή έλλειψη σεβασμού, τόσο προς τον Θεσμό αλλά και προς το πρόσωπο».
Στην εποχή του άκρατου ανταγωνισμού αμφισβήτησης πολιτικών και πολιτικής, είναι ευτύχημα βλέπεις ότι υπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας πρόσωπα τα οποία μέσα από πράξεις δείχνουν πως ακόμα υφίσταται πολιτικός πολιτισμός. Γιατί ξέρουμε και πολλούς που μπορεί να μιλάνε για πολιτικό πολιτισμό αλλά ποτέ δεν το έχουν αποδείξει στην πράξη.
Μπορεί για πολλούς αυτά να είναι «old-school politics», πλην όμως είναι αυτά που κάνουν ένα τόπο καλύτερο. Υπήρχαν διαφωνίες, αντιπαραθέσεις, κόντρες. Όμως υπήρχε και αλληλοσεβασμός το τι πρέσβευε και τι εκπροσωπούσε ένας έκαστος. Ακόμα και στην πιο σκληρή κριτική και αμφισβήτηση υπήρχε σεβασμός. Κάτι που σήμερα εκλείπει σχεδόν παντελώς από την πολιτική ζωή του τόπου.
Θα σταθώ όμως και σ’ ένα δεύτερο σημαντικό που βγήκε από την εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας. Το ποιος ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, πίσω από τον πολιτικό όπως τον γνωρίσαμε – τουλάχιστον εμείς – πολύ αργότερα, την τελευταία 20ετία του περασμένου αιώνα.
Από νεαρά ηλικία αμφισβητούσε την κάθε μορφή εξουσίας, από τη σύγκρουσή του με τη διεύθυνση του Παγκυπρίου Γυμνασίου, διεκδικώντας το δικαίωμα να γράφει στη Δημοτική, στο γιουχάισμα του Τσάμπερλεϊν έξω από την Ντάουνινγκ Στρτι, μέχρι τις τρεις αποδράσεις του από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όπως σημείωσε κατά τη δική του ομιλία ο πρόεδρος του ΙΓΚ, Χάρης Γεωργιάδης, ο Γλαύκος Κληρίδης «εκείνα ακριβώς τα βιώματα διαμόρφωσαν καθοριστικά την πολιτική προσωπικότητα του… Ποτέ δεν επέλεξε την εύκολη οδό των συνθημάτων ή της επίπλαστης εικόνας».
Ο Κληρίδης «βίωσε τον πόλεμο και γι’ αυτό ήθελε την ειρήνη» και άφησε πίσω του ως παρακαταθήκη για τους επόμενους Προέδρους της Δημοκρατίας πως… η πολιτική του κατευνασμού δεν οδηγεί στην ειρήνη». Γι’ αυτό και το 1938 όταν ο Τσαμπερλέιν αναφωνούσε «ειρήνη με τιμή» ο Κληρίδης τον γιουχάισε «γιατί δεν πίστευα ότι υπήρχε τιμή με το να προδώσουμε την Τσεχοσλοβακία…».