Οι Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο αποτελεί ένα πολύ ευαίσθητο θέμα το οποίο καμιά κυπριακή κυβέρνηση δεν θέλει ή επεδίωξε ποτέ, να το αντιμετωπίσει στην πραγματική του διάσταση. Πέραν από τις κάποιες επιφανειακές τοποθετήσεις, προς ικανοποίηση του εσωτερικού ακροατηρίου, ουδέποτε τόλμησε κυπριακή κυβέρνηση να σταθεί απέναντι σε βρετανική και να ζητήσει ευθέως τερματισμό της λειτουργίας των Βάσεων.
Στο παρελθόν έγιναν και μελέτες που είχαν να κάνουν με το μέλλον των Βρετανικών Βάσεων στο νησί, οι οποίες όμως έμειναν στα συρτάρια, ένεκα αλλαγής διακυβερνήσεων ή φόβου στην λήψη τελικής απόφασης. Οι πολιτικές δυνάμεις αρέσκονται περισσότερο στο να θορυβούν πέριξ του θέματος των Βάσεων αλλά καμιά δεν σηκώνεται να θέσει το θέμα ευθέως. Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις τα τελευταία 50 χρόνια να είναι κυβέρνηση ή συγκυβέρνηση.
Και η ατολμία οφείλεται κυρίως – όπως φαίνεται εκ των ίδιων των γεγονότων – στον φόβο της «βρετανικής εκδίκησης». Γιατί ανεξαρτήτως του τι μπορεί μεγαλοστόμως να δηλώνεται από την πολιτική ηγεσία και να γράφεται σε «πατριωτικά άρθρα», στην πράξη όλοι έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους τον φόβο ότι… ‘αν η Κύπρος θέσει θέμα Βάσεων τότε η Βρετανία να την εκδικηθεί μέσω του Κυπριακού, είτε αναγνωρίζοντας το ψευδοκράτος είτε μέσα από αποφάσεις του ΟΗΕ’.
Σ’ αυτά τα φοβικά σύνδρομα των Κυπρίων (που δεν τολμούν να στραφούν ή να αμφισβητήσουν κάποιο) οι Ηνωμένες Πολιτείες, μέσα από τη νέα πολιτική που έχουν ξεκινήσει στο νησί, μπορούν να δώσουν διέξοδο στη ΚΔ και να βάλουν ένα τέλος σ’ αυτό το αποικιοκρατικό κατάλοιπο που στην πραγματικότητα δεν προσφέρει οτιδήποτε στη Βρετανία, πέραν της επιβεβαίωσης του άλλοτε κυρίαρχου ρόλου που έπαιζε στην περιοχή και στην υφήλιο γενικότερα.
Κι ενώ μπορεί για τους Κύπριους και την κυπριακή πολιτική ηγεσία, να μην υπάρχει διέξοδος στο θέμα των Βάσεων και να πιστεύουν άπαντες ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να ανοίξει το όλο θέμα, ξένοι αναλυτές υποδεικνύουν ότι υπάρχει εναλλακτική οδός. Κι αυτή μπορεί να προσφερθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες πέραν των όποιων πολύ στενών σχέσεων τους με το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να κοιτάξουν και το δικό τους όφελος και κέρδος στην περιοχή και ευρύτερα.
Ο αναλυτής Μάικλ Ρούμπιν σε πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο «National Interest» υποδεικνύει πως… «Οι ΗΠΑ πρέπει να σπρώξουν τη Βρετανία από την Κύπρο» (The U.S. should nudge Britain from Cyprus). Σύμφωνα με την προσέγγιση του Μάικλ Ρούμπιν (ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute, με εξειδίκευση σε θέματα Ιράν, Τουρκίας και ευρύτερης Μέσης Ανατολής), «Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από τα νησιά Τσάγκος θα πρέπει να ανοίξει μια ευκαιρία για τη δημιουργία ναυτικής βάσης των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ο Ρούμπιν, στην ανάλυσή του, καταγράφει το πως η σημερινή Βρετανία δεν δύναται πλέον να διατηρεί ή να συντηρεί τα κεκτημένα μίας άλλης εποχής: «Σήμερα, η βρετανική κατοχή των περιοχών των Κυρίαρχων Βάσεων είναι περισσότερο ένα μνημείο της επιρροής του παρελθόντος παρά ένας αποτελεσματικός μηχανισμός προβολής ισχύος ή προστασίας της Ανατολικής Μεσογείου».
Υποστηρίζει πως «το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να παραδώσει τον έλεγχο των κυπριακών βάσεων του στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως έκανε και με το Μπαχρέιν. Η παρουσία των ΗΠΑ στο Μπαχρέιν λειτουργεί υπό την κυριαρχία του Μπαχρέιν. Οι Ηνωμένες πολιτείες μπορεί να μισθώσουν τις βάσεις από τη Κύπρο, επιστρέφοντάς της την πλήρη κυριαρχία στο νησί». Ομοίως οι ΗΠΑ μπορεί να επιστρέψουν στην Κύπρο περιοχές που δεν βρίσκονται υπό ενεργή στρατιωτική χρήση. Στο Μπαχρέιν, οι βάσεις των ΗΠΑ λειτουργούν μόνο εντός 152 στρεμμάτων.
Σύμφωνα με τον Ρούμπιν «η μίσθωση του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας από τις ΗΠΑ θα μπορούσε να εδραιώσει περαιτέρω τους αμερικανο-κυπριακούς δεσμούς». Η περιβόητη αποαποικιοποίηση της Κύπρου μπορεί να επιτευχθεί μέσω της «εκμίσθωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες μιας μικρής βρετανικής βάσης» η οποία μπορεί επίσης «να χρησιμεύσει ως πρότυπο για να απαλλαγή πλήρως η Κύπρος από την αποικιακή κληρονομιά».
Πρόκειται για μια εισήγηση η οποία μπορεί να προχωρήσει μόνο εάν η κυπριακή κυβέρνηση τολμήσει να την βάσει στο τραπέζι, χωρίς φοβίες εκδίκησης και αναδεικνύοντας το κέρδος που θα έχει η Ουάσιγκτον από μια τέτοια κίνηση.