Δεν θυμάμαι να υπήρξε ποτέ διαδικασία ανάδειξης κρατικών βραβείων λογοτεχνίας και να μην προέκυψαν παρεπόμενα, κυρίως από τα ενδότερα της λογοτεχνικής κοινότητας, με αφορμή τα αποτελέσματα. Είναι κι αυτό μέρος της διαδικασίας και εν μέρει είναι και θεμιτό.

Και φυσικά δεν ισχύει μόνο για τη λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΘΟΚ χρειάστηκε να «ξεδοντιάσει» τελείως τον θεσμό των Βραβείων Θεάτρου, διατηρώντας μόνο το τιμητικό μέρος, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο και να γλιτώσει από τις πολλές φασαρίες και αντιδράσεις.

Έχω χρηματίσει (με την καλή έννοια) μέλος σε κριτικές επιτροπές κι έχω ιδία γνώση πόσο περίπλοκο και ευαίσθητο ζήτημα είναι η λειτουργία τους. Και μπορώ να φανταστώ ότι αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην απονομή λογοτεχνικών βραβείων, καθώς απαιτεί ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης αμερόληπτης αξιολόγησης και της αναγνώρισης της λογοτεχνικής αξίας ενός έργου. Κι όλα αυτά μέσα από έναν συγκεκριμένο όγκο έργων.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιτροπές αφορούν την αντικειμενικότητα, τη διαφάνεια, την πολυφωνία και την προώθηση της ποιοτικής λογοτεχνίας. Κύρια δυσκολία είναι φυσικά η υποκειμενική φύση της, με τα μέλη να έχουν τις δικές τους προσλαμβάνουσες, αισθητικές προτιμήσεις και ιδεολογικές κατευθύνσεις, γεγονός που σε συνδυασμό με τις κοινωνικές σχέσεις και τη μικρή πολιτιστική αγορά, καθιστά τις διαδικασίες κρίσης εξαιρετικά απαιτητικές.

Εντούτοις, στις περιπτώσεις που σε κάποιες κατηγορίες εκδόσεων οι επιτροπές αποφασίζουν να μη βγάλουν λευκό καπνό, όπως συνέβη φέτος με το Μυθιστόρημα και το Δοκίμιο, αυτό υποδηλώνει δύο τινά: είτε μια εξαιρετικά αυστηρή και τυπολατρική στάση, είτε αδυναμία εξεύρεσης έργου που πληροί τα απαιτούμενα κριτήρια. Παρόλο που η απόφαση μπορεί να θεωρηθεί έντιμη και δείγμα «αυστηρών στάνταρντ», αναπόφευκτα ελέγχεται ως ενδεικτική της τρωτότητας της λειτουργίας της επιτροπής ή του ίδιου του θεσμού.

Βρίσκω κάπως παράδοξη την αιτιολόγηση της απόφασης της Κριτικής Επιτροπής για μη βράβευση ότι «κανένα από τα υποψήφια έργα δεν συγκέντρωσε την πλειοψηφία», δεδομένου ότι οι επιτροπές συγκροτούνται ακριβώς για να αναδεικνύουν νικητές. Η αποτυχία της να το κάνει θέτει κάποια ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία. Με πέντε μέλη στην επιτροπή και έναν πρόεδρο που έχει νικώσα ψήφο, θέλει… προσπάθεια να μη φτάσεις σε αποτέλεσμα, ειδικά στην περίπτωση του Δοκιμίου που ο κατάλογος επικρατέστερων έργων περιλάμβανε μόνο δύο. Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη της αποτυχίας βαραίνει την επιτροπή, όχι τους συγγραφείς και αναδεικνύει μια δομική αδυναμία στη λήψη αποφάσεων. Η «αδυναμία συγκέντρωσης πλειοψηφίας» υποδηλώνει αδιέξοδο του σώματος και όχι αντικειμενική έλλειψη αξιόλογων έργων. Να το πω πιο λαϊκά: τι τους βάλαμε εκεί αν δεν μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρο;

Αν, ωστόσο, η διατύπωση περί πλειοψηφίας κρύβει έναν πιο εύσχημο και ευφημιστικό τρόπο να δηλώσει η επιτροπή ότι κανένα από τα έργα της σοδειάς του 2023 στις εν λόγω κατηγορίες δεν κρίθηκε άξιο βράβευσης, τότε προκύπτει ένα άλλο πρόβλημα. Είναι σωστό να υπάρχει στους όρους εντολής μιας κριτικής επιτροπής η δυνατότητα να λειτουργεί ως «θεματοφύλακας ποιότητας» της λογοτεχνικής παραγωγής; Θα έπρεπε να είναι στη δικαιοδοσία των μελών να θέτουν κριτήρια ποιότητας και πήχη επάρκειας και να προβαίνουν σε γενικότερη αξιολόγηση του προϊόντος;

Από την άλλη, η προκήρυξη του Τμήματος Σύγχρονου Πολιτισμού κάνει λόγο για «διαγωνισμό». Φρονώ ότι ο όρος είναι από μόνος του προβληματικός και δημιουργεί σύγχυση σχετικά με τον σκοπό και τη φύση της διαδικασίας. Καταρχάς, προκηρύσσεται ένας διαγωνισμός και συμμετέχουν λ.χ. 32 υποψήφιοι. Νικητής θα πρέπει να είναι αυτός που κρίνεται καλύτερος ή έστω επικρατέστερος (λιγότερο… κακός) από τους άλλους.

Άλλωστε, η έννοια του «διαγωνισμού» παραπέμπει σε μια διαδικασία, όπου οι συμμετέχοντες καλούνται να αποδείξουν την υπεροχή τους έναντι των υπολοίπων. Βέβαια, εδώ δεν μιλάμε για μια αναμέτρηση με ποσοτικά κριτήρια, αλλά για μια διαδικασία κριτικής αξιολόγησης καλλιτεχνικής ποιότητας και λογοτεχνικής συμβολής. Κάνοντας λόγο για «διαγωνισμό», ο ίδιος ο θεσμός αναζητά νικητές και στο τέλος… αδειάζει τους επικρατέστερους. Κάτι δεν στέκει.

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι πλέον τα βιβλία δεν είναι αυτομάτως επιλέξιμα. Απαιτείται από τους ίδιους τους συγγραφείς και εικονογράφους ουσιαστικά να αυτοπροταθούν για τον διαγωνισμό, συμπληρώνοντας και καταθέτοντας δήλωση συγκατάθεσης μαζί με τα έργα τους. Η πρακτική αυτή είναι επίσης πάσχουσα -αν όχι εκχυδαϊστική- αφού απαιτεί από τους λογοτέχνες μας να τρέξουν σε μια αυτόνομη, διαγωνιστικού χαρακτήρα «κούρσα», επιζητώντας έγκριση και αναγνώριση.

Όλα τα παραπάνω επιβαρύνονται από το γεγονός ότι σε μια μικρή κοινωνία, ο κίνδυνος προσωπικών διενέξεων ή άλλων εξωλογοτεχνικών παραγόντων επηρεάζει την αμεροληψία της κρίσης. Ο ίδιος ο θεσμός μοιάζει να έχει ενσωματώσει τις πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις της κυπριακής πραγματικότητας. Οι αντιφάσεις είναι περισσότερες απ’ όσες αντέχει το κύρος ενός κρατικού θεσμού. Ας αποφασίσουν κάποια στιγμή περί τίνος πρόκειται και να μάς ενημερώσουν κι εμάς μαζί με τα μέλη των επιτροπών.

Ελεύθερα, 20.10.2024