Είδα τη θεατρική παράσταση για τις Αγνοημένες. Επέστρεψα στο σπίτι μου, περήφανη για το θεατρικό επίτευγμα, αλλά αμήχανη για το τι σοι πλάσματα έχουμε γίνει στο πέρασμα των 50 χρόνων.

Στ’ αυτιά μου αντηχούσε ακόμη εκείνο το δε θέλουμε μνημεία… μνήμη θέλουμε. Το δίδυμο Κατερίνα Νικολάου- Μάριος Ιωάννου, η αμεσότητα που πρόσφερε στον θεατή η δουλειά της Νεφέλης Κεντώνη, η μουσική συνοδεία της Nama Dama και τέλος η ομάδα των γυναικών που το πραγμάτωσε, έδωσαν ένα οφειλόμενο μεγάλο και ηχηρό χαστούκι στις πολιτικές ηγεσίες και στη νέα κυπριακή κοινωνία. Ίσως ακόμη μια από τις πιο  ειλικρινείς και αυθόρμητες εκδήλωσεις «από ψυχής» μέσα σε τούτο τον μαύρο επετειακό χρόνο που διαρκεί ακόμη.

Η Γιαλουσίτισα Κατερίνα Νικολάου ξέρει από πρώτο χέρι, και αποτύπωσε με λόγια την εμπειρία της. Ο Μάριος Ιωάννου ζει τις αλήθειες του τόπου και αναγνώρισε τη δύναμη που εξέπεμπε ο λόγος της Κατερίνας και τον έπλασε με δεξιοτεχνία και συναίσθημα πραγματικό. Η Νεφέλη Κεντώνη μέσα από την τέχνη της ακύρωσε και έσπασε την απόσταση ανάμεσα στον θεατή και τις γυναίκες επί σκηνής, ενώ το μοιρολόι που επανερχόταν ρυθμικά αντικατέστησε το Δεν Ξεχνώ της κυπριακής πραγματικότητας.

Ένα ακροατήριο απόλυτα σιωπηρό το παρακολούθησε με βαθιές ανάσες και το χειροκρότησε όρθιο. Ο λόγος της Κατερίνας Νικολάου, ελέω γνώσης, αγωνίας, πόνου και θυμού ήταν η βάση και του θεατρικού δρώμενου και της θαρραλέας έκδοσης με τίτλο «Αγνό Μένος» με τον ουσιαστικό υπότιτλο 50 χρόνια σε 5 μονόλογους και ένα μοιρολόι. Στον πρόλογο του βιβλίου καταθέτει:

Οι επισκέψεις μας ήταν σε ομοιοπαθείς, οι κηδείες μας θύμιζαν group therapy συγχωριανών, η ψυχαγωγία μας ήταν οι αντικατοχικές συναυλίες και τα συλλαλητήρια, ο εθελοντισμός μας αφορούσε συμπαράσταση στα παιδιά των εγκλωβισμένων, που μαζί με άλλα ευάλωτα παιδιά ήταν υπό τη φροντίδα του κράτους, η οικογένεια και το περιβάλλον μας φιλικό και επαγγελματικό ήταν μια σκέτη – κυπριακή- τραγωδία. Τα οικονομικά μας, τα ψυχολογικά μας, οι αρρώστιες μας, η κουλτούρα μας, η παιδεία μας, οι πολιτικές και διεθνείς μας συμπάθειες, το λίνγκο και η αργκό μας  ήταν το γλωσσάρι του Κυπριακού, η δίκαιη λύση, η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, οι ηγέτες, η μάνα του αγνοούμενου, οι καταυλισμοί, οι συνοικισμοί, το μαύρο. Όλο μας το είναι ήταν ταυτισμένο με την εθνική προτεραιότητα, η μόνη μας ελπίδα για ευτυχία ήταν η λύση, όχι «μια κάποια» αλλά η συνολική, αυτή που θα έριχνε όλους τους άλλους στην Θάλασσα, που θα έσβηνε την κακιά ώρα και θα αποκαθιστούσε την ειρήνη όπως εμείς την καταλαβαίναμε

Όλα τα πιο πάνω χώρεσαν σε ενάμιση ώρα. Ενενήντα λεπτά από ζωές γυναικών που στο πάλκο εκτελούν την καθημερινότητα χωρίς δράμα, χωρίς κλάμα και μεμψιμοιρία…το τραπέζι, το ψήσιμο του καφέ, και γύρω οι ηλικίες που μετέχουν. Σαν μια κανονική μέρα που αποκρύβει τα σώψυχα, τη ζιβανία, το Dunhill, τον θυμό! Δεν είναι κατάθλιψη είναι και κατάθλιψη. Και τα χρόνια πέρασαν και ότι είχαμε να πούμε το ήπιαμε… Ακολούθησε η ιστορία του βιώματος, οι ψυχολόγοι της ΔΕΑ, η απόδειξη, πώς, πότε και τώρα; Μετά η παραλαβή, ο φάκελος, η ανάγνωση, η αντίδραση, η μη αποδοχή, η οδύνη και τέλος  η σωματοποίηση του πόνου.

Τα συμφραζόμενα, η ξιμαρισμένη, η ατιμασμένη… την πείραξαν,  η κρυμμένη από τη θρησκευόμενη και καθώς πρέπει κοινωνία. Απόκρυφα ψυχών και σωμάτων γυναικών. Το ακροατήριο στην απόλυτη σιωπή κάποιοι, κάποιες κλείνουν τα μάτια από ντροπή.

Ζωές που έχουν πριν και μετά! Μέχρι που απελευθερώθηκε μια φωνή από τα σπλάχνα και ταξίδεψε σε μακρινό δικαστήριο, όχι δικό μας, αλλά μεγάλο, ανθρώπινο, και αδιαμφισβήτητο. Μέχρι που ο πόνος και ο εξευτελισμός ξεβράστηκε  από τα στήθια γυναικών και επήλθε η κάθαρση και η αναπνοή.

Δεν ήταν μυθιστόρημα, ούτε δακρύβρεχτη αυτοβιογραφία, ούτε μυθοπλασία αυτό που είδαμε. Ήταν αυτό που βιώσαμε και κάποιοι βιώνουν ακόμη. Οι μανάδες με τη κορνιζαρισμένη φωτογραφία του μονάκριβού τους στο κέντρο του στήθους τους, το βλέμμα, ο πόνος τους. Αναλογίζομαι πολλές φορές τις βυζαντινές τοιχογραφίες της Παναγίας που κρατά πάνω στο στήθος της τον Χριστό…

Όλες αυτές οι γυναίκες που στο βάθος της ψυχής τους ήξεραν ότι το αγαπημένο τους πρόσωπο, πέθανε, τέλος, τελεία, είχε φύγει. Αλλά ήταν παρούσες, εκεί στα οδοφράγματα, μαυροφορεμένες, όρθιες εκτελώντας συνειδητά το καθήκον έναντι πατρίδας, γιατί γι’ αυτές η πατρίδα έχει και περιεχόμενο και αξιοπρέπεια! Παρέμειναν, ως οφειλόμενη εικόνα, στο κάθε οδόφραγμα υπό ήλιο και βροχή, όρθιες, ατάραχες, στην άφιξη κάθε ξένου, κάθε προέδρου, κάθε συλλαλητηρίου.

Ενώ η πατρίδα; Το ανάλγητο κράτος ήξερε, διάβασε και απέκρυψε το περιεχόμενο φακέλων, γνώριζε ότι πολλοί από αυτούς είχαν πεθάνει, είχαν μαρτυρίες του πως και του πότε. Και αντί να σταθεί δίπλα από τον ανείπωτο πόνο των «αγνοημένων» για τους «αγνοούμενούς» τους, απέκρυψε την αλήθεια και πρόσφερε φρούδα ελπίδα. Γιατί για την πολιτική και τους πολιτικούς δεν είχε σημασία η γυναίκα που κρατούσε στο στήθος της τη φωτογραφία του μονάκριβού της, ούτε είχε υπόσταση, ούτε ανάγκες, ούτε ζωή.  Για αυτούς έπαψε να είναι γυναίκα και έγινε εικόνα στη σκιά του αγνοούμενου πατέρα, συζύγου, γιού, αδελφού.

Τι κρίμα που έγιναν μόνο λίγες παραστάσεις… να το δείτε είναι κάθαρση ψυχής.

Ελεύθερα, 20.10.2024