…έχουν έρωτες, ανάσες, χωρισμούς και αναστεναγμούς, έχουν ηλιοβασιλέματα και πανσελήνους, σχηματισμούς γερανών, φαλκόνια της Ελεονώρας, αλκυόνες, μελισσοφάγους που τα φτερά τους ανταγωνίζονται το ιριδίζων τουρκουάζ, έχουν αγριοπερίστερα, κορμοράνους και γλαροπούλια στις κορυφές των βράχων να παρακολουθούν κύματα, ρεύματα, φουρτούνες, τρικυμίες.

Έχουν αναγιούμενους σορκούς και σκάρους, μινέρια και κρυμμένους ορφούς… Έχουν ψαράδες που αράζουν, αχάραγα, που κάθονται ώρες και σκέφτονται και αποκοιμιούνται μέχρι να νιώσουν το χέρι τους να πάλλεται…

Έχουν χρώματα παράξενα, τις φορές που ο Ζέφυρος δεν τις αγγίζει ούτε τις χαϊδεύει είναι ατάραχες, γυάλινες, γαλάζιες! Όταν όμως τις διαπερνά και τις αγριεύει, αφρίζουν,  αλλάζουν και από βαθύ μπλε γίνονται μαύρες, αφιλόξενες και εφιαλτικές.   

Άλλο πράμα οι θάλασσες του Σεπτέμβρη, προκαλούν δέος και θαυμασμό, σκέψεις… Και βοηθούν να ξεχνάμε.  

Στον νότο είναι απροκάλυπτες, οι τρικυμίες φαίνονται και ακούγονται, οι θάλασσες μουγκρίζουν, θυμώνουν, ξεσπούν σε βράχους, αναποδογυρίζουν μαούνες και καράβια, αέρηδες κτυπούν παραθυρόφυλλα, σπάζουν κλαδιά, οι δρόμοι γεμίζουν φύλλα… Άλλοτε πάλι αποκοιμούνται και αποκοιμίζουν, χάνονται όταν χάνεται το φως της μέρας, σβήνουν ως να μην υπήρξαν… Μέχρι να χαράξει η άλλη μέρα.

Στον βορρά, όμως, κρύβονται, συντελούνται στο βυθό τους πράγματα και θαύματα, είναι ύπουλες και υποχθόνιες, ανακόλουθες και  διφορούμενες, κοχλάζουν μέσα τους, γίνονται θολές, γήινες, χωμάτινες. Υποκινούν ρωμαλέα ρεύματα που αναποδογυρίζουν ό,τι βρουν στο πέρασμά τους. Μαζεύουν από τις απέναντι ακτές χώματα, άμμους, άργιλους, χαλίκια, κροκάλες, φυκιές, ποσειδωνίες ωκεανικές, ανεμώνες, κοράλια, γοργονίες, αστερίες και αχινούς, πέτρες, ερείπια παλαιών μεγαλείων, ξασπρισμένα δίχτυα… Και τα αρπάζουν όλα, τα τυλίγουν, τα συντρίβουν και τα σπρώχνουν σε παραλίες και όρμους που έλαχαν μπροστά  τους…

Κάπως έτσι πρέπει να ορθώθηκε και να σμιλεύτηκε ο Πενταδάκτυλος, χρόνια, αιώνες έρχονταν από απέναντι τα ρεύματα που κουβαλούσαν τα αλλόχθονα πετρώματα, χιλιετίες εναπόθεταν στις δικές μας όχθες κροκάλες, χαλίκια που με τον χρόνο έγιναν βουνά και κορυφές…

Άλλη διάσταση οι θάλασσες, οι νύχτες, τα σκοτάδια και τα ξέφωτα του Σεπτέμβρη! Άλλο φως το πρωινό, άλλοι ουρανοί τα μεσημέρια, τρισδιάστατοι χαραγμένοι με γραμμές των οριζόντων, με σύννεφα μικρά, μεγάλα, παιγνιδιάρικα! Άλλο το σούρουπο που παραδίδεται αμαχητί στις επιλογές του άρχοντα που φεύγει. Άλλες οι νύχτες, διάφανες και ονειρικές γεννούν παραμύθια με νεράιδες και ξωτικά.

Πώς ν’ απομακρυνθείς, να εγκαταλείψεις όλα εκείνα που αποτελούν την πεμπτουσία της ύπαρξής, που προσφέρουν αφειδώλευτα χαρά, προσμονή και ευτυχία και να επιστρέψεις σε μια κόλαση ειδήσεων, σε έναν κόσμο που στριφογυρίζει με τέτοιες ταχύτητες, σ’ ένα νησί που βουλιάζει, σ’ έναν πλανήτη που ανακοινώνει χωρίς ενδοιασμούς και αιδώ ότι οι νεκροί στη Γάζα ξεπέρασαν τις 41 χιλιάδες… Εικόνες βίαιου εκτοπισμού, οικογένειες και πραμάτειες στοιβαγμένες πάνω σε κάρα που σέρνουν γαϊδούρια, σκηνές βγαλμένες από τη Βίβλο… Στους μικρόκοσμους μας βλέπουμε με άλλα μάτια τα «συμφραζόμενα» των πέριξ, γειτονικών και μη. Ως να μη μας αφορούν, ως ν’ απέχουν έτη φωτός από μας, ως να μην είναι μέρος του χάρτη.

Πώς ν’ απομακρυνθείς από την ανάγνωση του χάρτη. Αγναντεύω τον απέναντι χιονισμένο Ταύρο, νιώθω και ακούω τους κατεβάτες και τις τραμουντάνες που στέλνουν στη θάλασσα της Καραμανιάς, και αλί και τρισαλί σ’ όποιον βρεθεί στο πέρασμά τους. Φορές,  όταν γαληνεύει ο ουρανός και η θάλασσα ανιχνεύω το απέναντι Ανεμούριον, περπατώ στην νεκρόπολη, στις βασιλικές και στο κάστρο, που το έκτισαν, όπως και τα δικά μας, οι Αρμένιοι τεχνίτες που ήξεραν τι πάει να πει πέτρα και πωρόλιθος και τέχνη του πολέμου και της επιβίωσης.

Όλα αυτά με οδηγούν πίσω, σε μια κοινή πανάρχαια και συνάμα τόσο σύγχρονη ιστορία, η Λυκία, την Παμφυλία, την Κιλικία, την Καρύα, τη Φρυγία – που έγινε Καραμανιά, η βασιλική του Πάπυλου, η Σελεύκεια και η Αγία Θέκλα, η δική μας Κωνσταντία, βασιλικές, ψηφιδωτά, ψάρια και εκεί ψάρια και εδώ ΙΧΘΥΣ… για όσους ξέρουν γράμματα! Κοινές πορείες που τις χωρίζει ο πόντος και τις ένωνε το σθένος και το μεράκι.

Άθλοι και ανδραγαθήματα των τότε μεσαιωνικών βασιλιάδων μας: οι σχέσεις και οι έριδες με τους αγάδες και τους εμίρηδες της Αλάνυας και της Αττάλειας, τους Καραμανίδες, οι τρικλοποδιές και τα κατορθώματα των πιο πονηρών, που βέβαια οι Κυπριώτες πληρώνουν, όπως τότε που ο Πέτρος ο Β’, ο Πιετρίνος ζήτησε βοήθεια από τον Ττκάκα τον αφέντη της Αττάλειας για να διώξει τους Γενουάτες που ταλαιπωρούσαν την Αμμόχωστο, μεγάλη ἀντροπὴ τῆς χριστιανοσύνης, καταγράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς.

Διαβάζω ιστορία μέσα από χάρτες και παλιά βιβλία, σημειώνω τους δρόμους των καραβανιών από την μακρινή Ανατολή που άραζαν στο λιμάνι της Αμμοχώστου και στο απέναντι Λαϊάτζο, τις αρχαίες Αιγαιές, τη σημερινή Αγιάς, μετρώ τα προϊόντα, το εμπόριο, τις συναλλαγές και σκέφτομαι πως τούτος ο τόπος, τούτες οι δυο πλευρές μιας κοινής θάλασσας, θα μπορούσε να ήταν ένας παράδεισος, που θα τον ένωνε η ευφορία και η αφθονία της γης, τα δάση και οι ποταμοί, το εμπορικό δαιμόνιο, η αξιοσύνη των ανθρώπων, των γεωργών, των τεχνιτών, των ναυτικών. Συνδετικός κρίκος η μικρή λωρίδα της Μεσογείου θαλάσσης που οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν «πράσινη», οι Σύριοι «θάλασσα του Σαμ», και οι Τούρκοι θάλασσα του Καραμάν.

Καταλαβαίνετε, βέβαια, γιατί γράφω για θάλασσες… του Σεπτέμβρη.

Ελεύθερα, 22.9.2024