Το σωτήριον έτος 2030 ίσως ακόμη να φαίνεται μακρινό, αλλά για όσους εμπλέκονται στη διαδικασία διεκδίκησης του χρίσματος της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης μοιάζει σαν να είναι μεθαύριο.
Δη –και ήδη- μέχρι τον ερχόμενο Δεκέμβριο αναμένεται να ολοκληρωθεί η φάση της προεπιλογής και σε περίπου 15 μήνες θα αναδειχτεί η «εκλεκτή» πόλη που θα μας εκπροσωπήσει στον θεσμό. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, οι υποψήφιες πόλεις θα γνωστοποιήσουν γραπτώς την πρόθεσή τους να υποβάλουν αίτηση το αργότερο έως τις 13 Νοεμβρίου, αλλά δεν είναι μυστικό ότι αυτές είναι πέντε: η Αγία Νάπα, το Κούριο, η Λάρνακα, η Λεμεσός και η Λευκωσία. Από αυτές θα προκύψει η βραχεία λίστα και τελικά η μία που θα κερδίσει τον τίτλο.
Άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, οι πόλεις έχουν μπει με ενθουσιασμό στο ωραίο ταξίδι, που έχει κι αυτό τη θεμελιώδη σημασία του ανεξάρτητα από τον προορισμό, δηλαδή από το ποιος θα φτάσει τελικά στην πηγή. Ως δημοσιογράφος οφείλω να είμαι αντικειμενικός και να τηρώ ίσες αποστάσεις. Αλλά κι ως κάτοικος Λυμπιών όλες κοντά μου φαίνονται, οπότε δεν έχω ιδιαίτερη καΐλα ποια θα νικήσει. Αντίθετα, μ’ ενδιαφέρει πώς θα γίνει να βγουν όλες «νικήτριες» από τη διαδικασία, που από μόνη της αν ακολουθηθεί σωστά μπορεί να αποδειχτεί ευεργετική.
Θα ήθελα, εντούτοις, να σταθώ ιδιαίτερα στην περίπτωση της Λευκωσίας που στα μάτια μου με τα μέχρι τώρα δεδομένα αποτελεί ένα μεγάλο αίνιγμα. Η πρωτεύουσα, είχε φτάσει την προηγούμενη φορά μέχρι την τελική φάση. Οπότε έχει αφενός την «πολυτέλεια» να αξιοποιήσει μέρος της εργασίας που είχε γίνει πριν 12-13 χρόνια (σε μια άλλη ομολογουμένως εποχή) και αφετέρου έχει την ευχέρεια να διδαχτεί από τα όποια λάθη οδήγησαν τότε στην αίσθηση ότι… έτρεχε μόνη της και βγήκε δεύτερη.
Το πρώτο και βασικότερο κριτήριο για την ανάθεση, πέρα από το καλλιτεχνικό περιεχόμενο, την ικανότητα υλοποίησης, την ορατότητα, την ευρωπαϊκή διάσταση και τη διαχείριση, είναι να υπάρχει ένα σαφές όραμα και μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που να βασίζεται στην επιδίωξη της ΑΛΛΑΓΗΣ μέσω του πολιτισμού. Η προοπτική η Λευκωσία να πουλήσει ακριβά το τομάρι της στην κούρσα διεκδίκησης εξαρτάται από το κατά πόσο θα την εκλάβει ως μια ευκαιρία για πολιτιστική αναγέννηση.
Με τα τωρινά δείγματα γραφής, άλλες πόλεις όπως η Λάρνακα, η Λεμεσός, ακόμη και το νεοσύστατο Κούριο, μοιάζουν να αντιλαμβάνονται ότι ο τίτλος, αν και σημαντικός, δεν είναι το μόνο κέρδος. Αντιμετωπίζουν την προετοιμασία ως ευκαιρία να αναπτύξουν και να επαναπροσδιορίσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα, να εμπλουτίσουν δομές και υποδομές, να εμπλέξουν τις τοπικές κοινότητες σ’ έναν ζωντανό διάλογο για το μέλλον τους.
Όπως και την προηγούμενη φορά, η Λευκωσία αισθάνεται μια σιγουριά για τις δομές και τις υποδομές της, σε βαθμό όμως που η υποτιθέμενη υπεροχή μπορεί να της γυρίσει μπούμερανγκ, αν αποτελέσει αιτία εφησυχασμού και δεν περάσει μέσα από μια πολυδιάστατη στρατηγική που να ξεπερνά τις απλές πολιτιστικές διοργανώσεις και να εστιάζει στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της πόλης ως πολιτιστικό κέντρο.
Κατά τη δική μου γνώμη, η όποια υπεροχή σε κτήρια, θεσμούς ή συνήθειες δεν θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Η πασίδηλη διαφορά ουσίας που έχει με τις υπόλοιπες υποψήφιες πόλεις είναι άλλη. Κι ίσως από εκεί να απορρέει και η αμηχανία της. Έχει από τη μια την πλούσια ιστορία της, αλλά από την άλλη εδώ και 50-60 χρόνια έχει και το βαρίδιο του διαχωρισμού. Αυτό δημιουργεί ένα δίλημμα που μοιάζει με είσοδο σε ναρκοπέδιο. Είναι ένα τεράστιο και περίπλοκο πολιτικό και ανθρωπιστικό θέμα που δεν μπορεί να παραμεριστεί. Αλλά και η όποια χρήση του στον κεντρικό άξονα της πρότασης ενέχει το ρίσκο να θίξει τις εύφλεκτες πολιτικές του προεκτάσεις.
Σε μια κρίσιμη καμπή της διαδικασίας κομβικό σημείο ίσως αποδειχτεί η προσεκτική διαχείριση της συνθήκης και της όλης φιλοσοφίας της διεκδίκησης. Από τη μια η πόλη έχει τη δυνατότητα να «πουλήσει» πειστικά τον εαυτό της ως πρότυπο ειρήνης και συμφιλίωσης, αναδεικνύοντας την έννοια της επανένωσης, της σύνδεσης και της κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων, περιλαμβάνοντας υλοποιήσιμες δράσεις που προωθούν απευθείας τον διάλογο και τη συνύπαρξη.
Μπορεί σ’ αυτή τη διαδικασία να περιληφθεί με οποιονδήποτε τρόπο το κατεχόμενο κομμάτι; Δύσκολο ερώτημα. Και ακόμη πιο δύσκολο είναι το ερώτημα αν μπορεί ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» να αγνοηθεί παντελώς, χωρίς να υπονομευτεί η αυθεντικότητα της υποψηφιότητας.
Ελεύθερα, 22.9.2024