Έρευνα της Eurostat για τη φιλαναγνωσία κατέταξε την Κύπρο στην προτελευταία θέση, ανάμεσα σε 28 ευρωπαϊκές χώρες. Αν όντως οι κύπριοι δεν διαβάζουν και απλά σερφάρουν νυχθημερόν στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάνοντας Like στις αναρτήσεις των άλλων ή μετρώντας πόσα πήραν οι ίδιοι με τις δικές τους, τότε πώς ξεφυτρώνουν συνεχώς τόσοι νέοι κύπριοι συγγραφείς και ποιητές που εκδίδουν από μόνοι τους τις ποιητικές συλλογές και τα μυθιστορήματά τους;

Όλο και συχνότερα ακούμε για παρουσιάσεις βιβλίων που γίνονται «σε μια κατάμεστη αίθουσα» ενώ ένας «επίσημος» πλέκει το εγκώμιο του ή της συγγραφέως που πουλά 60 βιβλία σε μια νύχτα, στους φίλους, τα ανίψια και τους κουμπάρους, οι οποίοι έπρεπε οπωσδήποτε να παρευρεθούν. Έπειτα από ένα χρόνο μαθημάτων δημιουργικής γραφής και ενώ ουδέποτε υπήρξαν αναγνώστες οι ίδιοι, μαζεύουν σ’ ένα βιβλίο τα «γυμνάσματα» που έκαναν με τον δάσκαλό τους και τα εκδίδουν ασχέτως αν αυτά δεν φέρουν καμία λογοτεχνική αξία. Αυτοαποκαλούνται συγγραφείς και ποιητές, κάτι σαφώς καλύτερο από το να περνούν τον χρόνο τους παίζοντας χαρτιά και μπιρίμπα, κουτσομπολεύοντας.

Μετά τη συνταξιοδότηση τους πολλοί συμπολίτες μας ξυπνούν μια καλή πρωία, ανακαλύπτοντας πως πάντα είχαν έφεση στη συγγραφή ή στις τέχνες. Άλλοι πάλι, κυρίως πολιτικοί νιώθουν πως η ύπαρξή τους είναι τόσο σημαντική που αναθέτουν σ’ ένα «συγγραφέα φάντασμα» να γράψει τη βιογραφία τους, υμνώντας τη μεγάλη τους προσφορά στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα του τόπου.

Η συγγραφέας Νάσια Διονυσίου σε ένα εξαιρετικό άρθρο της στην εφημερίδα Καθημερινή, σχετικά με τη φιλαναγνωσία παραθέτει ένα μικρό απόσπασμα από το πολυσέλιδο κείμενο του Πάπα Φραγκίσκου, για τον ρόλο της λογοτεχνίας στην πορεία του κάθε ανθρώπου προς την αυτοπραγμάτωση.

Επισημαίνει πως σε αντίθεση με τα οπτικοαουστικά μέσα, «η ανάγνωση απαιτεί την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη, την επιβράδυνση των ρυθμών και τη συγκέντρωσή του, κάτι που τον απελευθερώνει από το άγχος, την πίεση και τις εμμονές του, ενεργοποιώντας τη δική του προσωπική ιστορία, τα βιώματα, τη μνήμη και τα όνειρά του, ανακαλύπτοντας πως τα αισθήματά του είναι και συλλογικά. Επιπλέον μας προφυλάσσει από την “πνευματική κώφωση” και μας διδάσκει να μην εφησυχάζουμε, θεωρώντας τη γνώση ή την άποψη μας ως αμετάκλητες, αλλά πως υπόκεινται σε διαρκή διαμόρφωση».

Τις προάλλες μπήκα σ’ ένα βιβλιοπωλείο όπου τα βιβλία απλωμένα σε τραπέζια έβγαζαν μάτι με το εξώφυλλό τους. Μου θύμισαν τα βίπερ-Νόρα και τα Άρλεκιν, ένα ζευγάρι να περπατά αγκαλιασμένο σε μια χρυσή αμμουδιά ή μια κοπέλα ν’ ανεμίζει την ξανθιά της χαίτη, καλπάζοντας σ’ ένα άσπρο άλογο που διασχίζει ένα πράσινο λιβάδι. Ρωτώντας πού βρίσκονται τα βιβλία της κλασσικής ελληνικής λογοτεχνίας, η πωλήτρια με οδήγησε στο βάθος-βάθος όπου σ’ ένα χαμηλό ραφάκι κείτονταν οι «αφορισμένοι» Έλληνες συγγραφείς. Λιγοστά βιβλία, με γαλάζια, μπεζ και γκρίζα εξώφυλλα, στα οποία απλά αναγράφεται ο τίτλος, το όνομα του συγγραφέα και ο εκδοτικός οίκος. Κάποτε αυτά ήταν τα μόνα και επαρκή κριτήρια επιλογής ενός βιβλίου από τους αναγνώστες.

Έπειτα η νεαρή κοπέλα έψαξε με ευγένεια και υπομονή στον υπολογιστή, ενώ εγώ της συλλάβιζα γράμμα-γράμμα τα ονόματα των συγγραφέων. Στο τέλος με πληροφόρησε πως δεν υπάρχουν «Τι να τα φέρνουμε, για να κάθονται;». Ποτέ προηγουμένως δεν είχα σκεφτεί πως τα βιβλία, πρέπει να περπατούν και να φεύγουν, όπως τα ρούχα που είναι εποχιακά και που δεν θα ’ναι στη μόδα την επόμενη σεζόν. Αντιλαμβανόμαστε πόσο δύσκολη οικονομικά μπορεί να είναι η ύπαρξη ενός βιβλιοπωλείου, σ’ ένα νησί όπου ο κόσμος δεν διαβάζει, αλλά από την άλλη αν φέρνει βιβλία απ’ αυτά που βρίσκεις και στα περίπτερα ή στα αεροδρόμια, παύει από το να είναι βιβλιοπωλείο, αλλά καταντά μια μπουτίκ βιβλίων.

Η πιο πάνω απογοητευτική εμπειρία, μου γέννησε το πιο κάτω ερώτημα. Υπάρχει καλό και κακό βιβλίο; Ο καθένας δεν πρέπει ν’ αφήνεται στη μαγεία της γραφής και να ταυτίζεται μ’ αυτό που μιλά στην ψυχή του; Ποιος κρίνει αν το βιβλίο «Σασμός» του Σπύρου Πετρουλάκη είναι κατώτερο από το «Οδυσσέας» του James Joyce που για να το διαβάσεις και κυρίως για να το κατανοήσεις χρειάζεσαι επεξηγηματικό «οδηγό» των 200 σελίδων; Μπορεί μεν το τελευταίο να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως άλλωστε ο Shakespeare και ο Dostoyevsky, αλλά αν δεν μπορεί να αγγίξει την ιδιοσυγκρασία και τον ψυχισμό του αναγνώστη, ποιος ο λόγος να διαβαστεί; Ίσως τελικά ακόμη κι ένα κακογραμμένο βιβλίο, να ’ναι καλύτερο από το μη βιβλίο, από τις ανούσιες φλυαρίες με παρέες και τα επικίνδυνα σερφαρίσματα και νυχτοπερπατήματα στον «θαυμαστό νέο κόσμο» του διαδικτύου; Τι να πεις; Ή να μην πεις; “to be or not to be?”.

dena.toumazi@gmail.com