Η στήλη συμφωνεί με το αίτημα της Κυβέρνησης και της Αστυνομίας να σταματήσουν οι μετακινήσεις οπαδών για τους αγώνες του πρωταθλήματος.
Οι καιροί που τις μεγάλες ομάδες ακολουθούσαν λαοθάλασσες, όπου κι αν έπαιζαν, παρήλθε, μάλλον ανεπιστρεπτί. Σήμερα, λιγότεροι παρακολουθούν στο γήπεδο τις ομάδες τους στα εντός έδρας και πολύ-πολύ λιγότεροι τα εκτός έδρας.
Και απ’ ότι διαβάζουμε, συμφωνήθηκε για φέτος να οριστεί πλαφόν μερικών εκατοντάδων οπαδών που θα μπορούν να βλέπουν τις ομάδες τους εκτός έδρας, στην κερκίδα.
Αφού λοιπόν ούτως ή άλλως μειώνεται ο αριθμός των ποδοσφαιρόφιλων που πάνε στο γήπεδο (αν συγκριθούν με λίγα ή πολλά χρόνια προηγουμένως) και αφού ούτως ή άλλως αυτοί που δικαιούνται πλέον να πάνε σε εκτός έδρας παιγνίδια της ομάδας τους είναι λίγες εκατοντάδες, γιατί διαμαρτύρονται πολιτικοί και ποδοσφαιροπατέρες ότι η απαγόρευση μετακίνησης οπαδών θα πλήξει τους υγιώς σκεπτόμενους φιλάθλους;
Η μεγάλη μάζα των «υγιώς» ήδη επέλαξε καναπέ ή καφετέρια, κυρίως στα εκτός έδρας ματς. Η συζήτηση δεν πρέπει να γίνεται γι’ αυτούς, αλλά μόνο γι’ αυτούς που καταφέρνουν και πηγαίνουν εκτός έδρας, προλαβαίνοντας (ή λαμβάνοντας προνομιακά…) ένα από τα 500-600-800 εισιτήρια. Μόνο αυτούς.
Και ποιοι είναι αυτοί; Αν πχ στο Ομόνοια – ΑΠΟΕΛ δει κάποιος στη Νότια 800 άτομα, τι βάζει με τον νου του; Ότι είναι στην πλειοψηφία τους οργανωμένοι.
Στο Ανόρθωση – Απόλλωνας, οι 800 (;) του Απόλλωνα δεν είναι (ήταν) άραγε στην πλειοψηφία τους οργανωμένοι;
Και προχθές ακόμα, οι «χίλιοι και» Αελίστες στο πέταλο (από τους 800 που έπρεπε να ήταν), σε εκτός έδρας αγώνα με τον Απόλλωνα, δεν ήταν στην πλειοψηφία τους οργανωμένοι;
Και, δεν φταίει η στήλη, αλλά όταν λέμε οργανωμένοι ξέρουμε όλοι πάνω-κάτω τι εννοούμε.
Γιατί λοιπόν επιμένουν τόσοι πολλοί να μας πείσουν ότι «δεν πρέπει να κόψουμε το χέρι που πονά» και ότι δεν πρέπει «να θυματοποιούμε τους υγιώς σκεπτόμενους φιλάθλους που θέλουν να βλέπουν τις ομάδες τους και εκτός έδρας»;
Ε δεν θέλουν. Η συντριπτική πλειοψηφία δεν θέλει, για να μην μπλέξει και για να μην «φάει» καμιά αδέσποτη (φωτοβολίδα-με πιστόλι, πέρασε η μόδα της ρότσας) και να μείνει στον τόπο ή να χρειαστεί εγχειρήσεις για να ξαναδει ή για να ξαναπερπατήσει.
Υπάρχει, όμως, ακόμα ένα ζήτημα που πρέπει να το δούμε πολύ σοβαρά. Με μια από τις τελευταίες τροποποιήσεις της νομοθεσίας, η Αστυνομία παραμερίστηκε από τους ελέγχους στις εισόδους των σταδίων και δόθηκε η εξουσία ελέγχου σε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας. Όποιος έχει έστω και σπάνια επαφή με τα γήπεδα ποδοσφαίρου, ξέρει πως αυτή η αλλαγή απέτυχε παταγωδώς. Ο έλεγχος είναι μικρότερος και από τον υποτυπώδη. Εντελώς ανεπαρκής.
Όχι πως ήταν σούπερ τότε που έλεγχαν οι αστυνομικοί. Ήταν όμως πιο αποτελεσματικός. Πιο συχνός, για την ακρίβεια, διότι τώρα είναι σπάνιος.
Δεν εννοεί η στήλη ότι πρέπει να επιστρέψει στα παλιά καθήκοντα η Αστυνομία, κατασπαταλώντας δυναμικό αλλά και δημόσιο χρήμα. Αυτοί που διοργανώνουν τα πρωταθλήματα, αυτοί κυρίως να πληρώνουν για την ασφάλεια των πελατών τους και των αθλητών-παραγόντων τους.
Αλλά, έλεος, δεν μπορεί η ΚΟΠ, δεν μπορούν οι διαχειριστές των γηπέδων, δεν μπορεί η Αστυνομία (έστω), δεν μπορούν οι ποδοσφαιρικές εταιρείες ή τα σωματεία να πουν «δεν περνά κανένας χωρίς σωματικό έλεγχο ή έλεγχο προσωπικών στοιχείων»; Δεν μπορούν όλοι αυτοί να βρουν εξοπλισμό (από ταπεινό μέταλλο είναι ρε παιδιά, όχι από χρυσάφι) για να μην μπορεί να περάσει κανένας από τις θύρες εισόδου ή να μην πεταχτεί από κάγκελα και τοίχους;
Ένας προς έναν να ελέγχονται. Κι ας χαθεί όσος χρόνος απαιτείται.
Δυστυχώς, δεν έχουμε δικαίωμα να απαιτούμε καλύτερη συμπεριφορά. Όχι γιατί έχουμε όλοι την ίδια ευθύνη γι’ αυτά τα επικίνδυνα καραγκιοζιλίκια, αλλά γιατί αλλάζουμε κυβερνήσεις όπως τα πουκάμισα, χωρίς να καταφέρνουμε να κόβει εισιτήριο για το γήπεδο ο πολιτισμός. Ε φτάνει.