Ακόμα κι αν η απόφαση της TUI να τερματίσει τις εκδρομές τουριστών στα κατεχόμενα ακυρωθεί λόγω πιέσεων από την Τουρκία όπου έχει μεγάλα συμφέροντα.

Ακόμα κι αν η κυπριακή κυβέρνηση δεν συνεχίσει την πολιτική της πίεσης τόσο για τις εκδρομές όσο και για τους σφετεριστές των περιουσιών μας.

Ακόμα κι αν δεν πρόκειται για συνειδητή μεθοδική πολιτική, αλλά για κάποιες περιστασιακές αντιδράσεις.

Η ουσία αυτών των ενεργειών είναι ότι εστάλη επιτέλους το μήνυμα ότι στην Κύπρο υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Και αυτό είναι η κατοχή. Διότι, μέχρι τώρα και για πάρα πολλά χρόνια, η αδράνεια και η ανοχή ή, αν θέλετε, η ελπίδα ότι με την ανοχή των παρανομιών από τις κυβερνήσεις μας, δημιουργείται θετικό κλίμα που μπορεί να οδηγήσει σε λύση, έστελνε το μήνυμα έξω και μέσα ότι εδώ είναι όλα μέλι – γάλα.

Ειρήνη, τουρισμός, ευημερία κι άγιος ο θεός. Από τη μια το ελληνικό κρατίδιο, από την άλλη το τουρκικό, έχουν μεταξύ τους κάποιες διαφορές, αλλά ο τουρισμός δεν επηρεάζεται. Έτσι, ένας Σκανδιναβός, για παράδειγμα, μπορεί να κάνει διακοπές στο ευρωπαϊκό κομμάτι της μακαρίας νήσου και ταυτόχρονα μέσα σε λίγη ώρα να πάρει και μια γεύση ανατολής στο τουρκικό κομμάτι. Το οποίο είναι και πιο φτηνό. Τι ωραίος συνδυασμός διακοπών!

Ήταν, όμως, μια πολιτική, που συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση των τετελεσμένων. Και μάλιστα εξανεμίζοντας τις όποιες ελπίδες για μια συμβιβαστική λύση που θα απάλλασσε την Κύπρο από την τουρκική κατοχή. Στο βωμό των τουριστικών εισπράξεων, σκεπάσαμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Και τα καταφέραμε τόσο καλά, που σήμερα τους φαίνεται -και τους Τούρκους και τους δικούς μας- ακραίο, παράλογο, που ήρθε ξαφνικά μια κυβέρνηση και είπε στους ταξιδιωτικούς οργανισμούς ότι δεν είναι λογικό να τους επιδοτεί για να φέρνουν τουρίστες και να τους προσφέρουν εκδρομές στην κατεχόμενη Κύπρο.

Έτσι έκαναν οι κυβερνήσεις μας τόσα χρόνια! Επιδοτούσαν τον τουρισμό της «τδβκ». Όμως σήμερα έχουμε μπροστά μας τα αποτελέσματα. Εκτός από τα τετελεσμένα που δημιούργησε αυτή η παράνοια, ο Τατάρ και η Άγκυρα ξεκαθαρίζουν ότι ούτε καν σε διαπραγματεύσεις δεν κάθονται αν δεν αναγνωριστεί εκ των προτέρων η κρατική υπόσταση και κυριαρχία της «τδβκ». Την Πέμπτη ο Τατάρ αποκάλυψε ότι έλαβε τηλεφώνημα από τα Ηνωμένα Έθνη και του είπαν ότι έχουν την προσδοκία «να μας φέρουν στο τραπέζι τον Σεπτέμβριο». Αλλά τους απάντησε ότι «θα καθίσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μόνο με την επιβεβαίωση της κυριαρχικής ισότητας και της κρατικής μας υπόστασης».

Με αυτά τα δεδομένα τι κάνουμε εμείς για να αντιμετωπίσουμε την αδιάλλακτη στάση τους; Εκτός, φυσικά, από τα ανούσια λόγια για επιστροφή εκεί που μείναμε στο Κραν Μοντάνα, που επαναλαμβάνονται από το 2017 και κατάντησαν όπως το «Κωνσταντίνου και Ελένης», που το βλέπεις για δέκατη χρονιά.

Συνεχίζουμε να επιδοτούμε, να στηρίζουμε το κατοχικό καθεστώς με την ελπίδα ότι θα γίνει κάποιο θαύμα και θα αλλάξει πολιτική ο Τατάρ και ο Ερντογάν; Πώς μπορούμε να το περιμένουμε αυτό μετά από μισό αιώνα; Και προπάντων όταν τα τετελεσμένα εδραιώνονται και με τη δική μας συμβολή, αλλά και με το ροκάνισμα του χρόνου από την τουρκική πλευρά;

Δεν ξέρουμε τι εννοούσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν έλεγε πως είναι έτοιμος για τολμηρές αποφάσεις. Ούτε ο Γεραπετρίτης, που μιλούσε για «έλλειψη πολιτικής γενναιότητας». Είναι πιθανό να εννοούσαν ότι ήρθε η ώρα για νέες υποχωρήσεις. Ελπίζουμε να κάνουμε λάθος. Διότι, το γεγονός ότι πρέπει να σκεφτούμε έξω από το κουτί ισχύει. Αλλά, έξω από το κουτί δεν γίνεται να υπάρχει μόνο η επανάληψη της δοκιμασμένης και αποτυχημένη πολιτικής. Ούτε η επιστροφή σε μια διαδικασία συνομιλιών, που δεκαετίες αξιοποιεί η Τουρκία για να κερδίζει χρόνο και διεθνή εύνοια ώστε επί του εδάφους να επιβάλλει τετελεσμένα. Ούτε οι αμπελοφιλοσοφίες που ακούμε από πολιτικούς και δημοσιογράφους ότι πρέπει να πείσουμε (με λόγια και επιχειρήματα) την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους ότι τους συμφέρει η λύση…

  • Η στήλη συνεχίζεται αύριο και απολογούμαι, αλλά τελείωσε ο χώρος.