Το ότι οι κυβερνήσεις μας προσφέρουν οικονομικά κίνητρα σε μεγάλους ταξιδιωτικούς οργανισμούς για να φέρνουν τουρίστες είναι γνωστό. Από χρόνια γίνεται αυτό. Κάθε τουρίστα που φέρνουν έχουν και το λαβείν τους από την κυβέρνηση.
Κάποιοι από αυτούς τους οργανισμούς φέρνουν τουρίστες στις ελεύθερες περιοχές, αλλά οργανώνουν και εκδρομές στα κατεχόμενα. Δηλαδή, η κυβέρνηση επιδοτεί ΚΑΙ τις εκδρομές στα κατεχόμενα.
Τώρα, για πρώτη φορά, η σημερινή κυβέρνηση είπε ότι αυτό είναι παράλογο. Επιτέλους, που το είπε! Όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν τολμούσαν. Φοβούνταν ότι αν το εμποδίσουν αυτό είναι πιθανό να θυμώσουν οι πράκτορες και να εγκαταλείψουν την Κύπρο. Αλλά, δεν είναι όλα τουρισμός, υπάρχει και η κατοχή.
Όταν, λοιπόν, έθεσε το θέμα στους οργανισμούς, η γερμανική TUI (Touristik Union International), αποφάσισε ότι θα τερματίσει τις εκδρομές στα κατεχόμενα από τις 31 Αυγούστου. Στα κατεχόμενα υπάρχουν πολύ έντονες αντιδράσεις. Από το κατοχικό καθεστώς, από κόμματα, από τουριστικούς παράγοντες, από καταστηματάρχες. Διότι, οι τουρίστες που διοχετεύονται από τις ελεύθερες περιοχές είναι πολύ σημαντική χρηματοδότηση για την οικονομία του κατοχικού καθεστώτος. Αλλά, όταν αυτή η χρηματοδότηση δεν προέρχεται μόνο από ιδιώτες αλλά και από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω των ταξιδιωτικών οργανισμών, τότε δεν είναι μόνο παρανομία είναι και παράνοια.
Και μάλιστα, την ώρα που απέναντί μας έχουμε ένα καθεστώς, που εφαρμόζει πολιτική απόλυτου διαχωρισμού η οποία στηρίζεται στην οικονομική αυτονομία της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ενισχύουμε, δηλαδή, αυτή την πολιτική. Όχι μόνο με τον τουρισμό, αλλά με κάθε τρόπο, βενζίνες, ψώνια, διακοπές, εμπόριο κ.λπ.
Επειδή το κατοχικό καθεστώς θα έχει κόστος από την απόφαση της TUI, όλοι οι εκπρόσωποί του στήνουν σενάρια για «πολιτικές οικονομικής πολιορκίας και εκφοβισμού», και «δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί συμβιβασμός με τα μυαλά της ε/κ διοίκησης», όπως έλεγε χθες και «πρωθυπουργός» Ουνάλ Ουστελ.
Σαν να και δουλεύουν αυτοί μέρα – νύχτα για τον συμβιβασμό και τη λύση και ήρθε ξαφνικά ο Νίκος Χριστοδουλίδης και τα τίναξε όλα στον αέρα. Μόνο ο «βουλευτής» του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, Σαμί Όζουσλου, εξήγησε γιατί υπάρχει αυτή η εξέλιξη. Είναι η διαχωριστική πολιτική του Τατάρ, που απομονώνει ακόμη περισσότερο τους Τ/κ, είπε, και «όσο περισσότερο ο Τατάρ μιλά για δύο χωριστά κράτη, τόσο απομονώνονται οι Τουρκοκύπριοι και αποσυνδέονται από τον κόσμο».
Υπάρχουν, όμως, Ελληνοκύπριοι που αυτή την απλή και καθαρή προσέγγιση δυσκολεύονται να την κατανοήσουν. Διάβαζα χτες το κύριο πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της εφ. Πολίτης και νόμιζα ότι αυτός που εγκληματεί στην Κύπρο είναι ο Νίκος Χριστοδουλίδης, όχι ο Τατάρ, όχι οι Τούρκοι, όχι ο Αττίλας. Διότι, όπως έγραφε ο Χριστάκης Γεωργίου, δίνοντας στη φαντασία του διαστάσεις θεόρατης πολιτικής διορατικότητας, «οι προεδρικές κινήσεις το τελευταίο διάστημα δεν φαίνεται να συνοδεύονται από μια ειλικρινή διάθεση για την ανάγκη να δημιουργηθούν συνθήκες για λύση». Και αν ενδιαφερόταν «ειλικρινώς για την επόμενη μέρα», θα έστελνε ξεκάθαρα μηνύματα ότι «η παρούσα κατάσταση δεν συμφέρει σε καμία κοινότητα». (Λίγα σημειώνω από τις πολλές αμπελοφιλοσοφίες που παρουσιάζονται ως πολιτικό ρεπορτάζ. Το νόημα και των υπολοίπων είναι το ίδιο).
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η παρούσα κατάσταση μόνο στην ε/κ κοινότητα δεν συμφέρει, στην τ/κ συμφέρει μια χαρά, γι΄ αυτό βολεύτηκε με την παρούσα κατάσταση. Και δεν θα καταλάβει με λόγια και θεωρητικά μηνύματα ότι δεν μπορεί αυτή η κατάσταση να συνεχίζεται αιώνια, εκτός κι αν ληφθούν μέτρα που θα τα νιώσει. Όπως αυτό με τους τουρίστες ή και με τις διώξεις των σφετεριστών των περιουσιών μας.
Πάντως, οι αθεόφοβοι, ούτε καν το μήνυμα του Σαμί Όζουσλου δεν μπόρεσαν να μεταφέρουν στις ελληνική γλώσσα και μεταφέρουν -ως δικές τους εκτιμήσεις βεβαίως- όλες τις φανφαρολογίες που λένε οι άνθρωποι του Τατάρ. «Τέτοια βήματα ούτε βοηθούν, ούτε συμβάλλουν στην ειρηνευτική διαδικασία», έλεγε ο «αναπληρωτής πρωθυπουργός» και «υπουργός τουρισμού», Φικρί Ατάογλου. «Οι προεδρικές κινήσεις δεν συνοδεύονται από ειλικρινή διάθεση για λύση», έγραφε η εφ. Πολίτης. Τυχαίο, φυσικά. Θα μας πουν, όμως, ποιος έχει περισσότερο μυαλό τελικά;