Τελευταία Παρασκευή του Ιουλίου, με τον ήλιο να καίει αλύπητα το νησί. Ακόμη κι όταν αυτός δύσει και πέσει το σκοτάδι μια ζεστή αύρα αναδύεται από τα σπίτια και την άσφαλτο. Σήμερα μια αλλιώτικη Παρασκευή, περιμένοντας με ανυπομονησία μαζί με εκατομμύρια κόσμου την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι. Προβλέπεται φαντασμαγορική, όπως άλλωστε όλες οι τελετές έναρξης αλλά και πολύ διαφορετική αφού για πρώτη φορά δεν θα διεξαχθεί σε κλειστό στάδιο αλλά στους δρόμους και στα ιστορικά κτίρια της πόλης καθώς επίσης και κατά μήκος του Σηκουάνα. Η διαφορετικότητα, la diversité, είναι άλλωστε ένα χαρακτηριστικό της γαλλικής κουλτούρας και ιδιοσυγκρασίας.
Όταν θα διαβάζετε αυτό το χρονογράφημα, θα έχουμε ήδη δει την τελετή, οι φωτογραφίες και τα βίντεο θα έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο και τις εφημερίδες με θετικά και αρνητικά σχόλια. Και σίγουρα εμείς οι Έλληνες θα πούμε πως σε τίποτα δεν συγκρίνεται με την ομορφιά των δικών μας Ολυμπιακών Αγώνων του 2004!
Είμαστε στο παρόντα χρόνο, ενώ η έναρξη ανήκει ακόμη στο «εγγύς μέλλον». Νιώθω ανυπομονησία και λαχτάρα όπως όταν παιδί περίμενα να λάβω μέρος σε μια σχολική γιορτή ή σαν μητέρα να παρευρεθώ σ’ αυτήν των παιδιών μου. Η προσμονή προσδίδει άλλη διάσταση στον παρόντα χρόνο, τον ενεστώτα. Όταν μετά τα μεσάνυχτα η αυλαία θα έχει πέσει, η τελετή έναρξης θα ανήκει ήδη στον αόριστο, σε χρόνο παρελθοντικό και οι προσδοκίες μου, όλα όσα θα δω και θα ζήσω, θα έχουν ήδη γίνει αναμνήσεις.
Οι τζίτζικες τερετίζουν ασταμάτητα, ένα αέναο τραγούδι που μας σπάει τ’ αυτιά και σε πολλούς τα νεύρα, σπάζοντας το φράγμα του χρόνου. Πρόκειται για ένα εξακολουθητικό παρόν, που σε μεσογειακούς τόπους, όπως στο νησί μας, ο χρόνος ξεφεύγει απ’ αυτόν των ρολογιών και ειδικά τις ώρες του μεσημεριού μετατρέπεται σ’ ένα απόλυτο παρόν. Στιγμές αιωνιότητας όπως το εννοούσαν τόσοι γάλλοι ποιητές, από τον Paul Valéry έως τον René Char, οι οποίοι είχαν αγαπήσει τον Ηράκλειτο και τον Αριστοτέλη.
Ήταν σαν χθες, όταν τον Ιούλιο του 2024, με τα δύο κοριτσάκια μας φτάναμε στην Αθήνα για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Φίλοι και γνωστοί μας κοροϊδεύαν. «Ου μα τι θα καταλάβουν θκυό μωρά. Εν να τζοιμηθούν μες στο στάδιο. Ου εν να ‘ν το χάος η Αθήνα». Λες και το ζητούμενο είναι μόνο να καταλαβαίνουμε -εγκεφαλικά- και όχι να νιώθουμε, να αισθανόμαστε.
Και φτάσαμε σε μια Αθήνα, όπου τα πάντα λειτουργούσαν στην εντέλεια, άρτια οργάνωση στις δημόσιες συγκοινωνίες και στο κάθε τι. Ήταν η χρονιά που η Ελλάδα είχε κερδίσει το μεγάλο στοίχημα. Η πόλη ήταν λίγους μήνες πριν ένα απέραντο εργοτάξιο και τα ξένα Μ.Μ.Ε. δεν έχαναν την ευκαιρία να σχολιάζουν και να χλευάζουν. Τώρα μας περίμενε με τα καινούργια της οικοδομήματα, τα αναπαλαιωμένα της αρχοντικά και τους πρόθυμους εθελοντές που με ευγένεια βρίσκονταν παντού για να βοηθήσουν.
Πολιτεία και πολίτες συσπειρώθηκαν γύρω από ένα μοναδικό στόχο, να αναδείξουν το αρχαίο ελληνικό μα και σύγχρονο πνεύμα, που ζούσε αποκοιμισμένο ίσως μέσα στο συλλογικό ασυνείδητο των ανθρώπων. Τώρα έβγαινε συνειδητά και ο κάθε πολίτης της χώρας ήταν περήφανος που ήταν Έλληνας. Η Ελλάδα αναδείχθηκε σε όλη της την αίγλη, αποδεικνύοντας πως δεν είναι μόνο ήλιος και θάλασσα, “sirtaki, ouzo, mousaka” αλλά το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε να χτυπά ο παλμός του σύγχρονου δυτικού κόσμου και πολιτισμού, τα θεμέλια και η βάση του.
Με τον «Νυχτερινό περίπατο» του Μάνου Χατζιδάκι ένα χάρτινο καραβάκι κυλούσε στα γαλήνια νερά του ΟΑΚΑ και ένα αγοράκι μας χαιρετούσε ανεμίζοντας μια ελληνική σημαιούλα. Το καράβι και η θάλασσα που είναι η ίδια η Ελλάδα. Στη συνέχεια σε μια παρέλαση με μυθικές και ιστορικές φιγούρες, ο Όλυμπος απλώθηκε μπροστά μας: στα μέτρα του ανθρώπου με πάθη και αδυναμίες. Τα παιδιά μου ήταν όντως μικρά για να αποκρυπτογραφήσουν τους συμβολισμούς τόσων θεών και μυθικών ηρώων, ένιωσαν όμως τους κτύπους των τυμπανιστών και της καρδιάς της Ελλάδας, τη μαγεία και το μεγαλείο της που έγκειται στο φως της, στους μύθους και στις αλήθειες τους.
Δυο δεκαετίες κύλησαν σαν νερό, από τότε που είδαμε την ελληνική ομορφιά να ζωντανεύει, παρελαύνοντας μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας, ενώ πλέαμε σ’ ένα χάρτινο καραβάκι στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τότε που νόμιζα πως η δική μου νεότητα και τα παιδικά χρόνια των κοριτσιών μου ήταν αιώνια. Οι κόρες μου είναι ενήλικες πια κι εγώ με τον σύζυγό μου μεγάλοι «με τιράντες και γυαλιά» που λέει και το γνωστό τραγούδι. Δεν φοβάμαι το αύριο αλλά σ’ αυτό προσβλέπω να φέρει χαρές και εκπλήξεις, όπως αυτές που λαχταρώ να δω απόψε, στη χώρα που σπούδασα και έζησα και που σε μεγάλο βαθμό με διαμόρφωσε, στην οποία οφείλω αυτό που είμαι σήμερα. Vive la France!