«Η τραγωδία, λοιπόν, είναι μίμηση μιας σοβαρής και ολοκληρωμένης πράξης, που έχει συγκεκριμένο μέγεθος, και ευχάριστο λόγο, το κάθε είδος του οποίου χρησιμοποιείται χωριστά στα διάφορα μέρη της. Η μίμηση δεν γίνεται με απαγγελία αλλά με πρόσωπα που δρουν στη σκηνή. Μέσω του ελέου και του φόβου που διαπερνούν τον θεατή επιφέρει την κάθαρση από τέτοιου είδους συμφορές.»

Αριστοτέλης, Ποιητική 1449 b 23-27

Ο Αριστοτέλης είναι λάτρης της Τραγωδίας και την αναλύει διεξοδικά στη γνωστή Ποιητική του. Η απομάκρυνση από την πλατωνική θεωρία είναι περισσότερο από εμφανής: Ο δάσκαλος του Αριστοτέλη είχε υποβαθμίσει την τέχνη ως «μίμηση μιμήσεως» με αποτέλεσμα να απέχει πολύ από την αλήθεια και τη γνώση, ενώ ταυτόχρονα να βλάπτει τα ήθη με την αφήγηση αποτρόπαιων πράξεων. Για τον Αριστοτέλη όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Καταρχήν, η Τραγωδία είναι «μίμησις πράξεως», μιμείται πράξεις, αποφαίνεται ο Αριστοτέλης ήδη από τον ορισμό της. Η αγαπημένη τραγωδία όλων και εξαίρετο παράδειγμα για τον συγγραφέα της Ποιητικής είναι ο «Οἰδίπους τύραννος». Ο θεατής της Τραγωδίας -γιατί αυτόν έχει ο Αριστοτέλης στον νου του και όχι τον αναγνώστη- συμπάσχει με τον πρωταγωνιστή, συναισθάνεται το δράμα του, ειδάλλως η Τραγωδία δεν έχει εκπληρώσει τον σκοπό της. Τα «παθήματα» του ήρωα πρέπει να δημιουργούν στον θεατή τα συναισθήματα του «ελέους και του φόβου» (επιφέροντας τελικά την πολυπόθητη κάθαρση).

Στη Ρητορική ο συγγραφέας γίνεται πιο συγκεκριμένος. Εκεί το ζητούμενο είναι οι μαθητές του να κατανοούν τα πάθη, που επηρεάζουν τις αποφάσεις τόσο του κοινού όσο και των δικαστών. Ο Αριστοτέλης δεν παύει να επαναλαμβάνει να μην αφήνει ο νομοθέτης, όσο είναι αυτό δυνατό, περιθώριο στον δικαστή να αποφανθεί για μία υπόθεση, αλλά να ακολουθεί άτεγκτους νόμους που περιλαμβάνουν πολλές παραμέτρους για τις ατομικές περιπτώσεις. Οι δικαστές είναι άνθρωποι. Διακατέχονται και αυτοί από πάθη. Έχουν φίλους και εχθρούς. Γιατί να μην αναγνωρίζουμε τα «πάθη» τους και να διακρίνουμε ότι η επίκληση στο συναίσθημα είναι ορθή; Ως εκ τούτου, στο Β΄ βιβλίο της Ρητορικής του βρίσκουμε την εκτενέστερη αριστοτελική ανάλυση του ελέους. Ο Αριστοτέλης θα ξεκινήσει από τον ορισμό:

«Έστω ότι ο έλεος είναι κάποιου είδους λύπη για ένα ορατό κακό που είναι καταστρεπτικό και προξενεί λύπη σε κάποιον που δεν αξίζει να του συμβεί, και περιμένει να το πάθει ο ίδιος ή κάποιος από τους δικούς του ανθρώπους και μάλιστα αυτό συμβαίνει όταν το επερχόμενο κακό πλησιάζει.»

Αριστοτέλης, Ρητορική 1385b13-16

Έλεο θα αισθανθούμε μόνο για κάποιον που δεν ευθύνεται για τις συμφορές του. Αυτό είναι σαφές και στα Ἠθικὰ Νικομάχεια (1109b30-32), όπου ο συγγραφέας μιλάει παρεμπιπτόντως για τον έλεο. Στη Ρητορική είναι περισσότερο αναλυτικός. Δεν αναφέρει μόνο όσα κακά είναι καταστροφικά και αναπόφευκτα (θάνατοι, προσβολές, κακοποιήσεις, γερατειά, αρρώστιες και έλλειψη τροφής) αλλά και όσα οφείλονται στην τύχη. Πρώτη στον κατάλογο είναι η «ἀφιλία» (τον να μην έχει κάποιος κανέναν φίλο) και η «ὀλιγοφιλία» (το να έχει κανείς μικρό αριθμό φίλων) και αυτό γιατί θεωρείται άξιο ελέους (ἐλεεινόν) να απομακρύνεται κάποιος χωρίς τη θέλησή του από τους φίλους και τους κοντινούς του ανθρώπους.

Ο έλεος που δείχνουμε για τη δυστυχία των άλλων δεν σχετίζεται με την ανάληψη δράσης από μέρους μας -στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν υπάρχει τίποτε που να μπορούμε να κάνουμε. Στις τελευταίες σελίδες των Πολιτικών του ο συγγραφέας, συζητώντας αυτή τη φορά τη μουσική παιδεία, επανέρχεται στο θέμα του «ελέους και του φόβου», που μπορεί να αισθανθεί κάποιος ακούγοντας συγκεκριμένες μελωδίες. Ο έλεος επιφέρει κάθαρση· είναι θεραπεία για την ψυχή:

«Μερικοί άνθρωποι, λοιπόν, όταν ακούν τις μελωδίες που εξοργίζουν την ψυχή, ανακουφίζονται σαν να έχουν υποβληθεί σε ιατρική θεραπεία ή κάθαρση· το ίδιο είναι αναγκαίο να συμβεί και σε αυτούς που νιώθουν έλεο και φόβο και γενικότερα όσους βιώνουν έντονα τα συναισθήματα, στο μέτρο που αναλογεί στον καθένα. Και σε όλους συμβαίνει κάποιο είδος κάθαρσης και ανακούφιση μαζί με ηδονή.»

Αριστοτέλης, Πολιτικά 1342a9-15

Ο έλεος είναι το συναίσθημα της λύπης και της συμπόνοιας για τα δεινά των άλλων. Πέρα από τη ζωή, η Τέχνη, είτε ως θέατρο είτε ως μουσική, δημιουργεί το συναίσθημα του ελέους, ώστε να φέρει την ηδονική κάθαρση, να θεραπεύσει την ψυχή. Και αυτό για τον Αριστοτέλη δεν μπορεί να είναι κακό.

*Η Δρ. Έλσα Νικολαΐδου είναι συγγραφέας του βιβλίου Φιλοσοφία για όλους (Γιατί να διαβάζουμε τους αρχαίους φιλοσόφους;) Μεταίχμιο, 2022

philosophy.elsanicolaidou@gmail.com