Μια αιωνιότητα έχει περάσει από τότε που ο (ιερωμένος) αρχηγός του κυπριακού κράτους έβρισκε επικοινωνιακά και πολιτικά επωφελές να συναντηθεί επίσημα και να φωτογραφηθεί περιχαρής με διάσημη ηθοποιό και παγκόσμιο σύμβολο του σεξ, επειδή θα γύριζε ταινία στην Κύπρο.
Για την ακρίβεια, μισός αιώνας και κάτι. Ήταν Αύγουστος του 1970 και μόλις τέσσερις μήνες πριν, στις 8 Μαρτίου, ο Μακάριος είχε επιβιώσει από τη θεαματικότερη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, όταν το προεδρικό ελικόπτερο «γαζώθηκε» με πυρά κατά την απογείωσή του. Μια εβδομάδα αργότερα, δολοφονήθηκε ο άλλοτε στενός του συνεργάτης, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, που είχε εμπλοκή στην απόπειρα κατά του Μακαρίου.
Αλλά τι τα θυμόμαστε τώρα αυτά; Από τότε έχει περάσει μια αιωνιότητα, όπως είπαμε. Κύλησε άφθονο νερό στο αυλάκι (που κόντεψε να μας πνίξει) και η Κύπρος, ήθελε δεν ήθελε -και με τον πλέον σκληρό τρόπο- υποχρεώθηκε να ωριμάσει πολιτικά, να ενηλικιωθεί πρόωρα, κουβαλώντας και κληροδοτώντας για δεκαετίες και δεκαετίες τραύματα, ουλές, συμπλέγματα και κολοβώματα. Αντίστοιχο χρονικό διάστημα χρειάστηκε να περάσει για να γυριστεί ξανά εξ ολοκλήρου στην Κύπρο ταινία που να προσελκύσει ανάλογο παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Αυτή τη φορά, ο (κοσμικός) Πρόεδρος της -ωριμότερης πια- Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν έκρινε σκόπιμο να φιλοξενήσει εθιμοτυπικά στο Προεδρικό τον πρωταγωνιστή. Εντάξει, καλός και χρυσός ο 55χρονος Χάρι Κόνικ, αλλά δεν έχει ούτε το εκτόπισμα (φήμης), ούτε τα νιάτα, ούτε τη λάμψη και, οπωσδήποτε, ούτε το σεξ απίλ της 30χρονης Ράκελ Γουέλς. Για να σας προλάβω, να πω ότι το 2022, που είχε έρθει στο νησί για τα γυρίσματα, Πρόεδρος ήταν ο Νίκος Αναστασιάδης και κυρίως ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε κανείς τότε, ακόμη και ανάμεσα στους συντελεστές, ότι η ταινία θα έφτανε για κάποιες μέρες να είναι η πιο δημοφιλής στην πιο δημοφιλή συνδρομητική πλατφόρμα διαδικτυακών τηλεοπτικών υπηρεσιών του πλανήτη.
Είπα «κανείς»; Γράψτε λάθος. Υπάρχει ένας άνθρωπος που πέρα από το όποιο ταλέντο, τις όποιες δυνατότητες, την όποια εμπειρία στον χώρο όπου καταγίνεται, έχει ένα πολύ βασικό προσόν: το πείσμα να κυνηγάει τα όνειρά της. Και είναι ικανή να βγάλει από τη μύγα ξίγκι μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες για να κάνει ένα άπιαστο όνειρο πραγματικότητα. Αυτή είναι η Στελάνα Κληρή.
Εννοείται ότι στην πορεία αυτή αναπόφευκτα θα χρειαστεί να βάλει νερό στο κρασί της καλλιτεχνικά, όμως εδώ μιλάμε για ένα πεδίο όπου τα μεγέθη είναι μικροσκοπικά σε σχέση με τις διεθνείς πραγματικότητες. Η βιομηχανία του σινεμά έχει παγκοσμίως εκτοξευτεί σε ασύλληπτες διαστάσεις σε επίπεδα προϋπολογισμού και παραγωγής και η εγχώρια βιομηχανία μοιάζει να πολεμά του κάκου με ξύλινα σπαθιά και χάρτινες ασπίδες.
Κι αν υπάρχει ακόμη ένα μυστικό «συστατικό» πέρα από το όνειρο και το πείσμα για να προκύψουν τα μικρά θαύματα –τηρουμένων των αναλογιών πάντα- που προκύπτουν ενίοτε για το κυπριακό σινεμά τα τελευταία χρόνια είναι η παροιμιώδης αλληλεγγύη και αλληλοϋποστήριξη των μελών της κινηματογραφικής κοινότητας. Ίσως είναι οι περιστάσεις, ίσως η ιδιοσυγκρασία, αλλά η κοινότητα αυτή στην Κύπρο είναι εξαιρετικά αγαπησιάρικη. Απουσιάζουν φαινόμενα ανταγωνισμού, επιβουλής, φθόνου, αλληλοϋπονόμευσης που εμφανίζονται σε άλλους καλλιτεχνικούς τομείς, όπως για παράδειγμα (ακόμη και) στο θέατρο. Είναι έτσι δομημένη η κατάσταση πραγμάτων, που συναντούμε τους κινηματογραφιστές να είναι ο καθένας παραγωγός, μοντέρ, βοηθός σκηνοθέτη κ.λπ., ακόμη και μπούμαν αν χρειαστεί, στην ταινία του άλλου.
Η ανάγκη να υπάρξουν και να επιπλεύσουν σε ένα άκρως ζόρικο και ακριβό σπορ, δημιούργησε αυτό το ζωηρό πνεύμα συναγωνιστικότητας. Το ίδιο ισχύει για όλα τα μέλη των συνεργείων, αλλά ακόμη και τους ιθύνοντες και εμπλεκόμενους σε διοικητικά πόστα, κυβερνητικά ή μη. Το σκληρό κράτος μπορεί να μη δέησε ακόμη να αυξήσει όσο απαιτείται την επιχορήγηση σε έναν τόσο υψηλών αξιώσεων, προκλήσεων αλλά και προοπτικών τομέα, αλλά όσοι επιφορτίζονται με τη διαχείριση της κινηματογραφικής παραγωγής βρίσκονται με τα μπούνια μέσα σε μια διαδικασία αφοσίωσης και προσφοράς, πέραν των καθηκόντων τους.
Θυμάμαι ακόμη πριν από 13-14 χρόνια όταν η Στελάνα μάς πρόβαλε σε δημοσιογραφική προβολή το πρώτο της «παιδί», τη μικρού μήκους ταινία «Ο βιολιστής», βασισμένη σε ιστορία που της είχε αφηγηθεί ο παππούς της. Πέρα από την αδιαμφισβήτητη ικανότητα, αυτό που διέκρινες έντονο στην καλλιτεχνική ματιά της ήταν μια αθεράπευτη εξιδανίκευση της Κύπρου και των ανθρώπων της. Την επόμενη ταινία της, τη μεγάλου μήκους «Commited» την έφτιαξε σχεδόν από το μηδέν και χωρίς να περιμένει την απαιτούμενη γραφειοκρατία της επιχορήγησης. Το κυνήγησε, βρήκε παραγωγούς, βρήκε τους ηθοποιούς που ήθελε, το έκανε. Τόσο απλά.

Ως Κύπρια της διασποράς, γεννημένη στη Νότια Αφρική και έχοντας ζήσει σε Βρετανία, Ελλάδα, ΗΠΑ, η εγκατάστασή της στα πάτρια συνέπεσε με την πιο παραγωγική περίοδο της ζωής της. Από την πρώτη στιγμή έδειξε με τις πράξεις και το έργο της ότι θεωρεί τον εαυτό της μέλος της εδώ κινηματογραφικής κοινότητας και την Κύπρο όχι απλώς εφαλτήριο, αλλά βασικό πεδίο δράσης.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το αποτέλεσμα της ταινίας «Find Me Falling» και τις σεναριακές ευκολίες και υπερπηδήσεις που μπορεί να συναντήσει κανείς. Όμως αυτό καθρεφτίζει εν μέρει τον πυρήνα της δικής της εξιδανικευμένης εικόνας για την Κύπρο, μέσα από τα νοσταλγικά μάτια μιας επαναπατρισθείσας. Βλέπει το νησί σαν μέσα από την εφαρμογή «tiny planet», μικρομέγαλη, απλή και περίπλοκη, ζεστή και αθώα, εστιάζοντας στις ομορφιές της κι όχι στις –τόσες πολλές και αδιόρθωτες- ασχήμιες της.
Αν έπρεπε να κάνει μερικές υποχωρήσεις για να φτάσει σε ένα κοινό δεκάδων εκατομμυρίων, νομίζω ότι μπορούμε να τις συγχωρήσουμε και κάποιες «αφέλειες». Τώρα που ανέβηκε πίστα, εξάλλου, θα έχει την ευκαιρία να δείξει τις πραγματικές της ικανότητες με λιγότερους συμβιβασμούς. Αναμένουμε με ενδιαφέρον το αποτέλεσμα της επόμενης ταινίας της, το κύριο μέρος της υπόθεσης της οποίας διαδραματίζεται στη Νότια Αφρική και αφορά την εικόνα της Κύπρου που εκείνη κληροδότησε μέσα από τα μάτια των γονιών της. Με πληγές, όμως κι όχι μόνο με στρογγυλεύσεις.
Ελεύθερα, 28.7.2024