Με τα καλά και τα κακά που κουβαλά μαζί του. Θα έρθουν και άλλοι και θα είναι εξ’ ίσου αξέχαστοι και ζεστοί και αφόρητοι και δύσκολοι με τη διαφορά ότι για ακόμη λίγα χρόνια ο αριθμός τους δε θα είναι ολοστρόγγυλος με ό,τι αυτό παρασέρνει μαζί του.

Ποτέ δε μας ταίριαξε ο Ιούλης για λόγους ακατανόητους και ίσως και φιλοσοφικούς. Και θα μας δέρνουν αλύπητα οι μελλοντικοί, όσο εμείς θα συνεχίσουμε να είμαστε ξεροκέφαλοι και αγύριστα μυαλά, να θεωρούμε ότι είμαστε ο πολύτιμος ομφαλός της γης, όσο θα αγνοούμε την ύπαρξη κα τη βιωτή των συμπατριωτών μας, όσο θα κλέβουμε ο ένας τον άλλο και όσο θα πετάμε πλαστικά στις θάλασσες μας και αυτές θα μας ξεβράζουν ανθρώπους.

Η φύση θα μας εκδικηθεί γιατί αυτή δεν αναγνωρίζει ούτε σύνορα, ούτε ττέλια, ή άλλα παρεμφερή που έχουν να κάνουν με δικές μας πράξεις ανούσιες και φορές άνομες. Μια είναι η αλήθεια και αυτή δεν κρύβεται: Είναι και στα δικά χέρια μας η σωτηρία του τόπου, τόσο η εθνική όσο και η ψυχική και σίγουρα η περιβαλλοντική.

Ζω τους καλοκαιρινούς μήνες την ευτυχία της σιωπής και της απόστασης από το «κλεινόν άστυ», ακούω με καθυστέρηση τις ειδήσεις, αγοράζω τα αναγκαία από το μπακάλικο του χωριού μου… πίνω καφέ με γειτόνισσες σε αυλές και το σούρουπο παρακολουθώ από κοντά το πέταγμα των κορμοράνων. Την ελάχιστη απόσταση ασφαλείας από την επιφάνεια της θάλασσας, την ομαδικότητα, την ετοιμότητα για να αρπάξουν αυτό που δικαιούνται… και μετά την ήρεμη επιστροφή και αναμονή επάνω στον βράχο που επιτρέπει την παρακολούθηση της ελάχιστης κίνησης των υδάτων. Αυτήν την αληθινή και αφτιασίδωτη ζωή εισπράττω καθημερινά με τεράστια ευγνωμοσύνη.

Την απίστευτη αυτή νηνεμία ψυχής και σώματος ήρθε ν’ αναποδογυρίσει η είδηση για την έλευση της παράστασης του έργου του Ευριπίδη «Φοίνισσες» στο υπέροχο Αρχαίο Ωδείο της Πάφου, σε σκηνοθεσία της Μαγδαλένας Ζήρα! Βραδάκι υγρό, μια Πάφος σκεπασμένη από ένα νοθκιά… το μικρό ωδείο γεμάτο. Έχουν μια χάρη διαφορετική οι παραστάσεις εδώ, είναι ίσως το μέγεθος, η εγγύτητα της σκηνής, η δυνατότητα να βλέπεις από κοντά τον ιδρώτα και τις ρυτίδες των ηθοποιών, δεν ξέρω.

Ιοκάστη, Οιδίπους, Κρέοντας, Πολυνείκης, Ετεοκλής, Αντιγόνη ονόματα γνώριμα που προκαλούν δέος. Δίπλα μου καθόταν η κυρία Αγγελική Σμυρλή… μια αλλοτινή Πάφος πέρασε νωχελικά μπροστά από τα μάτια μου, ξαναείδα τα προπύλαια του Γυμνασίου, έφερα στη μνήμη του το βιβλίο που με ανάγιωσε: Γαλατείας και Πυγμαλίωνος, αλλά και τον Θησέα… η αρχοντιά της συγγραφής.

Πέσαν τα φώτα έσβησαν τα κινητά και ο κόσμος σιώπησε.

Βγήκε μια θεά, ένα κορμί που λικνιζόταν και ελισσόταν κατάχαμα σαν οχιά μόνο που είχε στήθος σφριγηλό, νεανικό που αίφνης πήρε τη στάση ταύρου, απέκτησε κέρατα και χάθηκε οσονούπω στο σκότος με κινήσεις  αέρινες, δυναμικές, εξωπραγματικές. Βγήκε μια Ιοκάστη γερασμένη με κοντά μαλλιά, ταλαιπωρημένη με μάτια κόκκινα που με έβλεπαν κατάματα. Δυο μονάκριβους είχε. Δεν έχασα ούτε αράδα από την εξιστόρησή της, μέχρι που με αναστάτωσε η κορμοστασιά, η νεότητα, η ομορφιά και η αλλοφροσύνη του Πολυνείκη που τόλμησε να ζητήσει αυτά που του ανήκαν…

Μπήκε στη σκηνή ένας γυναικείος χορός, από τους ωραιότερους που είδα ποτέ στην 70χρονη ζωή μου. Η Φοινίκη, η Ανατολή, πανέμορφες κοπέλες, ντυμένες στα έντονα «παραδιάνταλα» ρούχα όπως λέμε εμείς, χρώματα, επιφάνειες επικαλυπτόμενες από υφάσματα, πτυχώσεις, τα μαλλιά τους, τα στίγματα στο πρόσωπο, στα χέρια… η απόσταση από εμένα που καθόμουν ελάχιστη. Ανάσαναν βαθιά κι εγώ μαζί τους, ανακοίνωναν το μοιρολόι που θα ακολουθούσε, η κάθε μια, η κορυφαία, η φωνή της δεύτερης που χανόταν ως νανούρισμα, ως πόνος της ομάδας…

Ένας χορός που συνεχίζει και την επόμενη μέρα μου, στη νηνεμία και την εσχατιά να με περικυκλώνει ως εικόνα οικεία, δική μου, ανατολίτικη, ως οι εκατοντάδες μανάδες που αράζουν στις ακτές μας… Η Φοινίκη στο Άργος, η Φοινίκη στην Ελλάδα… και την επομένη διερωτήθηκα γιατί το δράμα του Οιδίποδα, της Ιοκάστης, της Αντιγόνης, του Πολυνείκη και του Ετεοκλή να έχει τον τίτλο οι Φοίνισσες!

Ακολούθησε η είσοδος του Ετεοκλή, η σιγουριά του μειδιάματός του, η στολή, τα παράσημα και η κορμοστασιά που αλλού με έστελναν, η στεντόρεια φωνή του Εγώ… εγώ θα έφθανα, αν μου ήταν δυνατό, ώς και στων αστεριών το θόλο και ώς τα έγκατα της γης, για να μη στερηθώ την εξουσία, τη μέγιστη θεά.

Να χαθεί ο άλλος, ο αδελφός, να φύγει. Το Εγώ αντήχησε μέχρι που το έσβησε ο μάντης που ανακοίνωσε στον Κρέοντα τη μοίρα του. Και τότε τα μάτια και οι ψυχές των θεατών μετατοπίστηκαν, από το κέντρο που κείτονταν τα δυο νεκρά αδέλφια, η μάνα και η Αντιγόνη, γλίστρησαν και στάθηκαν προστατευτικά γύρω από το σώμα του Κρέοντα, περικύκλωσαν το πρόσωπο και άγγιξαν τον ιδρώτα του γονατισμένου πατέρα που σιωπηρός καθάριζε με απίστευτη τρυφερότητα το σώμα του νεκρού παιδιού του με το αιματοβαμμένο ρούχο.

Ταχτοποιούσε τα χέρια του, σκούπιζε με το ίδιο ρούχο το δικό του πρόσωπο… για να γύρει δίπλα του κατάχαμα, να χαθεί για να επιτρέψει τη συνέχεια της εξιστόρησης, την υπόμνηση της διχόνοιας, του πολέμου, του ολέθρου και τέλος της σωτηρίας της πόλης.

Μια εκπληκτική παράσταση όπου έδεσαν όλα, το μισόγιομο φεγγάρι που βγήκε στο τέλος, το κείμενο, η σκηνοθεσία, οι ηθοποιοί, η εξαίσια μουσική, το σκηνικό, τα εκπληκτικά κοστούμια, τα χρώματα, τα υφάσματα!

Ελεύθερα, 28.7.2024