«Αλίμονο στις συμφορές μου! Πού να ’βρω τόσους στεναγμούς, λόγους πικρούς; Τρεις ζωές χαμένες», θρηνεί γοερά ο Οιδίποδας, τον τραγικό χαμό της μάνας και συζύγου του, Ιοκάστης, και των γιών του Πολυνείκη και Ετεοκλή.
Κι έτσι τυφλός έσυρε τα βήματα του κι ανέβηκε τα σκαλιά του αμφιθεάτρου της Σχολής Τυφλών κι έκατσε δίπλα μου στη σειρά Δ, στο 10. «Πώς με βρήκες;», τον ρώτησα. «Οι συμφορές έχουν μάτι άγρυπνο στους αιώνες των αιώνων» απάντησε. «Δυόμιση χιλιετίες μετά, σε ένιωσα να δακρύζεις απόψε απάνω από τους νεκρούς της Θήβας, ίδια κι όμοια με τους νεκρούς της Λάρνακας».

Είναι αλήθεια πως δάκρυσα όταν είδα τους τρεις νεκρούς που κουβαλούσε στην καρότσα η Αντιγόνη γιατί με στοίχειωσαν για άλλη μια φορά οι τρεις νεκροί φίλοι μου, από τις δολοφονικές σφαίρες των πραξικοπηματιών στις 15 Ιουλίου 1974, στην καρότσα του ημιφορτηγού με τα καρπούζια -ο τέταρτος ήταν στο πίσω όχημα.
Ο Ευριπίδης τότε ήταν αυτός που μου σκούπισε το τελευταίο δάκρυ με τον χιτώνα του και καθώς ήξερε πως η τότε βαριά τραυματισμένη εφηβεία μου με βαραίνει ίσως πιο τραγικά σήμερα που βλέπω τις κακοφορμισμένες πληγές της προδοσίας να έχουν κάνει μετάσταση στα μυαλά, με ρώτησε, τι με πληγώνει και δακρύζω. Και του είπα: «Μισός αιώνας ν’ αναβλύζει λάβα από πλάσματα που ήρθαν κι έφυγαν, πουλιά που κελάηδησαν και πέτρωσαν. Και οι μνήμες, όσες και οι στιγμές, να εκτινάσσονται και να πέφτουν σαν πυρακτωμένα αστέρια στην ποδιά της Μεσαριάς κι άδολα όνειρα στη μαντήλα της Τηλλυριάς! Κι ύστερα είναι κι ο κόρφος της μάνας που κάμπος απέραντος νανουρίζει ένα ηφαίστειο αδικαίωτων εφήβων. Κι η Ροδαφνού, η μάνα του σύγχρονου Πολυνείκη στέγνωσε στο δάκρυ να τον ρωτά μ’ ένα καημό από δάφνη στα χείλια: “Πενήντα χρόνια έφηβος σε μια φωτογραφία πώς το μπορείς να χάθηκες και πάντα να γυρνάς;”». Είδα τώρα τα δικά του μάτια δακρυσμένα…
Τι σου είναι το μυαλό, ε; Μαζεύονται όλες εκείνες οι συγκλονιστικά τραγικές στιγμές και κατακυριεύουν τις αισθήσεις. Τόσο που η μυρουδιά του αίματος που στέγνωνε στα ρούχα και στο δέρμα μου κι απέπνεε μια απαίσια, μια βρωμερή οσμή θανατίλας, να μου προκαλεί ακόμα και σήμερα αναγούλες. Έτσι, όταν είδα την Αντιγόνη να φιλάει στο στόμα τον νεκρό Πολυνείκη, λέγοντας ενώπιον του Κρέοντα, «αγαπημένε μου, το στόμα σου μονάχα να φιλήσω», η αναγούλα της Δευτέρας εκείνης, 15 του Ιούλη, μου γέμισε το στόμα σάλιο. Πενήντα χρόνια μετά κι εκείνη η εικόνα με τους νεκρούς στην καρότσα του ημιφορτηγού, που πάγωσε από τότε στην ψυχή μου, με καταδιώκει κάθε που ο καυτός κυπριακός ήλιος μοιράζει τον Ιούλη στα δυο.

Κάθε Ιούλη, σεβαστέ Ευριπίδη, μάς σκεπάζει ένα νεφικό φόβου για το ενδεχόμενο άλλης μιας τραγωδίας, 11 Ιουλίου -Μαρί, 15 Ιουλίου – πραξικόπημα, 20 Ιουλίου – τουρκική εισβολή». Κι όλα αυτά για το μέγα των πολιτικών αφροδισιακό, την εξουσία, σχολίασε ο Ευριπίδης και συνέχισε: «Για το σκήπτρο της εξουσίας οι γιοι του Οιδίποδα, σφάχτηκαν έξω από το Εφτάπυλο της Θήβας, όπως κι έξω από το Προεδρικό της Λευκωσίας». Κι από τον Άδη σαν αντίλαλος ακούστηκε η φωνή της Ιοκάστης: Ω Δία, […] αν είσαι σοφός, στη δυστυχία μην αφήνεις μόνιμα τον ίδιο άνθρωπο. Και ο σοφός Ευριπίδης νουθετεί από τα βάθη της ιστορίας: «Ό,τι δεν είναι καλό, πηγή να γίνει καλού δεν ελπίζει».
Το σπουδαιότερο στην περίπτωση των Φοίνισσων του ΘΟΚ είναι ότι η σκηνοθέτις Μαγδαλένα Ζήρα κατάφερε να συνομιλήσει με τον Ευριπίδη σε βαθμό που τον έφερε στην παράσταση, στη Λευκωσία. Φτιάχνοντας με τις συγκλονιστικές αλήθειες που έλαβε ως δώρο από τον συγγραφέα ένα κολλητικό μίγμα, εκμηδένισε τις αποστάσεις και το χρόνο φτιάχνοντας, μια ανατροπή που την κοινώνησε στο θεατή άψογα!
Τον πήρε στη Θήβα του Οιδίποδα και τον έφερε και στη Λευκωσία του Μακάριου, μέσα σε δύο και κάτι ώρες, σμίγοντας αίμα, νεκρούς και πάθη με τρόπο που μόνο ένας μαέστρος μπορεί! Τουλάχιστον εγώ, που κουβαλώ εκατοντάδες ιστορίες νεκρών κι αγνοουμένων και με ακολουθεί καθημερινά εκείνη η φοβερή τραγωδία της πατρίδας μου, βίωσα την παράσταση και συγκλονίστηκα. Συγκλονίστηκα που γνώρισα έναν μέγιστο διανοητή και συγγραφέα που να μιλά για την «παράλογη βία που μολύνει και τις δύο πλευρές ενός πολέμου», που να επικρίνει την άκρατη οχλοκρατία αλλά και να κατακρίνει τους δημαγωγούς που με ιταμότητα παρέσερναν στον όλεθρο τα πλήθη ενώ στη μεσαία τάξη των πολιτών αναγνώριζε τους σωτήρες της πόλης και φύλακες της τάξης.
Δεν διστάζει να πάει κόντρα στο σύστημα και να αμφισβητεί ακόμα και τους θεούς ενώ για του λόγου το αληθές, καυτηριάζει και τους νικητές του Πελοποννησιακού Πολέμου τους Λακεδαιμόνιους που λέει ότι είναι, «δόλιοι στη σκέψη, βασιλιάδες στο ψέμα, μηχανορράφοι των κακών», που δεν σκέφτονται τίποτα τίμια και στα ίσα, αλλά πάντα το φέρνουν γύρω- γύρω και τους λέει πως «είναι αδικία να ευτυχείτε εσείς στην Ελλάδα». Σας θυμίζει κάτι αυτό;
Το ίδιο ανατρεπτική και η σκηνοθέτιδα έφτιαξε ένα Χορό σπουδαίο, μέσα στον οποίο η κάθε μια από τις δέκα κυρίες ήταν δέκα σε ένα! Και η υπογραφή του χορογράφου Φώτη Νικολάου, απλώς μια εγγύηση! Μια επανάσταση οι Φοίνισσες του ΘΟΚ που έγινε μεν νύχτα, η οποία ήταν ωστόσο ολόφωτη από την ακτινοβολία των πρωταγωνιστών, και κυρίως από τον προβολέα της ιστορικής αλήθειας.

Έτσι ενώ τις προάλλες έγραφα με αγωνία για τα αδιέξοδα από τα 50 χρόνια της κατοχής ότι, «εκείνο που με οδηγεί στην τρέλα δεν είναι η σιγουριά των αλχημιστών αλλά η νιρβάνα των πληβείων την ώρα που διακυβεύεται το μέλλον των αμάχων… Μετά την αναπάντεχη συνάντηση με τον Ευριπίδη, εκείνο το βράδυ ξύπνησα κάθιδρος, όμως ο ιδρώτας αυτός λες και ήταν από βροχή καθαρτική, είχε καθαρίσει εντελώς το μυαλό μου.
Ήμουν πια σίγουρος για τα επόμενά μου βήματα. Κάθε μέρα θα πρέπει να κάνω ένα πραξικόπημα. Μια ανατροπή. Αν το θέλετε στο αριστερό του μοτίβο, μια επανάσταση. Γιατί; Απλά διότι δεν έπαψε να ισχύει σ’ αυτό τον δύστυχο τόπο ο αισχρός τριπλός συνδυασμός, της έλλειψης λογοδοσίας, της ατιμωρησίας και της ασυδοσίας.
Το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της Κύπρου στη σύγχρονη εποχή είναι αδιαμφισβήτητα το συνδυασμένο εκείνο έγκλημα του 1974, το πραξικόπημα και η εισβολή που ακόμα συνεχίζονται ενώ οι μισοί νεκροί μας παραμένουν άταφοι… και οι αυτουργοί ατιμώρητοι. Ενώ, όπως λέει ο σοφός Ευριπίδης, δια του Μενοικέα που έδωσε τη ζωή του για να σωθεί η πόλη: «Αν ο καθείς ό,τι πολυτιμότερο είχε το πρόσφερε για το κοινό καλό, λιγότερα κακά οι πόλεις θα εδοκίμαζαν και θα ευτυχούσαν»…
paraschos.andreas@gmail.com