Αύριο το πρωί που θα ηχήσουν οι σειρήνες να μην παραλείψουμε να καταδικάσουμε το πραξικόπημα. Έχουμε λόγια πολλά να λέμε. Μισό αιώνα τα μάθαμε όλοι ποίημα. Απ΄ έξω κι ανακατωτά. Μετά θα τα βάλουμε πάλι στο συρτάρι, να τα έχουμε για του χρόνου.
Γενικές κι αόριστες βέβαια οι καταδίκες μας. Δεν έχουμε ποιον να καταδικάσουμε. Το φρόντισε η Πολιτεία. Και η ηγεσία. Και οι επαγγελματίες της ιστορικής διαστρέβλωσης. Ποιοι έκαναν το πραξικόπημα; Οι Ελληνοκύπριοι. Τόσο πολύ το γενίκευσαν που κατάφεραν να κρύψουν από πίσω τους πραγματικούς ενόχους. Κι εδώ και στην Αθήνα. Δεν έχουμε ποιον να κατηγορούμε. Τον Σαμψών; Μόνο αυτός είναι ο πραξικοπηματίας; Ε, αφού μόνο αυτός καταδικάστηκε.
Μα, ακόμα κι αυτός ούτε καν εξέτισε την ποινή του. Καταδικάστηκε το 1976 σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, το 1979 πήρε προσωρινή αναστολή ποινής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κι έφυγε για τη Γερμανία για λόγους υγείας. Επέστρεψε και τέθηκε υπό κράτηση δώδεκα χρόνια μετά, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991. Και ούτε εφτά μήνες μετά, 22 Μαρτίου 1992, του απονεμήθηκε χάρη από άλλον Πρόεδρο.
Την αναστολή ποινής την έδωσε ο Σπύρος Κυπριανού και τη χάρη ο Γιώργος Βασιλείου. Με πολιτικές αποφάσεις και όχι από αρμόδια όργανα της δικαιοσύνης. Δυο Πρόεδροι των «δημοκρατικών δυνάμεων»!
Μετά, στην άλλη απόπειρα απόδοσης ευθυνών, το 1978, η κυβέρνηση Κυπριανού με μια παρωδία πειθαρχικών επιτροπών αποφάσισε να κάνει κάθαρση από τους πραξικοπηματίες της δημόσιας υπηρεσίας. Η διαδικασία των επιτροπών εκφυλίστηκε, η κυβέρνηση τις διέλυσε και με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες βασίστηκαν ακόμα και σε συκοφαντίες, και με συνοπτικές διαδικασίες, το τέλος του 1979 αρχές του 1980, έδιωξε από το δημόσιο με «αναγκαστική αφυπηρέτηση» 61 υπάλληλους.
Αυτοί ήταν οι πραξικοπηματίες; Μπα. Ήρθε η κυβέρνηση Γλαύκου Κληρίδη μετά, και με δικές της συνοπτικές διαδικασίες, το 1993, με απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου επίσης, αποκατέστησε πολιτικά και οικονομικά αυτούς τους 61 δημοσίους υπαλλήλους.
Αυθαίρετη και η απόλυσή τους, αυθαίρετη και η αποκατάστασή τους. Με αποφάσεις καθαρά πολιτικές και χωρίς καμία έγνοια για το κράτος δικαίου και την απονομή δικαιοσύνης. Έτσι λειτουργούσαν πάντα και συνεχίζουν, αναγάγοντας την ατιμωρησία σε εγχώριο εθνικό προϊόν, που επεκτάθηκε παντού. Για να βολεύονται με ατάκες. Από τότε μέχρι σήμερα. Μισό αιώνα μετά να είμαστε στον ίδιο πολιτικό παρονομαστή. Για να έχουν να λένε. Ότι όλη δεξιά ήταν προδότες το 1974 και όλη η αριστερά ήταν προδότες το 1955. Και να συντηρούν οι κομματικές ηγεσίες τα στρατόπεδά τους.
Η ιστορία μας είναι γεμάτη εγκλήματα και προδοσίες. Μόνο ο λαός, που του φορτώνουν ευθύνες που δεν του ανήκουν, είναι πάντα αθώος. Όμως, ακόμα κι όσοι βγάζουν περίπατο τις ιδεοληψίες τους και με αυτές προσφέρουν συνειδητά άλλοθι στην Τουρκία για το έγκλημα της εισβολής και της κατοχής, προβάλλουν την πιο μεγάλη προδοσία σε βάρος του λαού: «Εμείς κάναμε το πραξικόπημα και προκαλέσαμε την Τουρκία», λένε. Μα, ποιοι εμείς; Όλοι οι Ελληνοκύπριοι. Από πού ως πού; Ούτε τρακόσιοι δεν ήταν οι εοκαβητατζήδες, αν θα αποδώσουμε σε αυτούς το πραξικόπημα. Οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα, αλλά κάνουν όλοι πως το ξεχνούν αυτό.
«Μεταβαίνων εις Κύπρον θα καταβάλω κάθε προσπάθειαν δημιουργίας κλίματος κατευνασμού. Ουδείς θα διωχθή. Δεν επιθυμώ δίκας». Αυτό έλεγε ο Μακάριος στην ιστορική σύσκεψη των Αθηνών στις 30 Νοεμβρίου 1974, όπου μελετήθηκε η κατάσταση πριν την επιστροφή του, τον Δεκέμβριο, που έφερε τον ιστορικό «κλάδο ελαίας». Αλλά, πρόσφερε κλάδο ελαίας διότι ερχόταν σε μια χώρα που βρισκόταν στο χάος της κατοχής και των προσφυγικών καταυλισμών. Και οι εοκαβηταζήδες ήταν ακόμα οπλισμένοι κι αμετανόητοι. «Έχουν περισσότερα όπλα απ΄ όσοι είναι οι ίδιοι», έλεγε ο Μακάριος στη σύσκεψη και όταν ο Καραμανλής ρώτησε πόσοι είναι, απάντησε ο Τάσσος Παπαδόπουλος: «Δεν υπερβαίνουν τους 300».
Αλλά, αυτός ο «κλάδος ελαίας» έγινε διαρκείας. Και οι παράνομοι συνέχιζαν τη δράση τους πάνοπλοι κι ασυνείδητοι. Σκέψου πόσο, όταν στις 30 Αυγούστου 1974, τις μέρες που οι Αττίλες άρπαξαν τη μισή Κύπρο, σκότωσαν, ρήμαξαν, βίασαν, όταν χιλιάδες πρόσφυγες πάλευαν να επιβιώσουν στα αντίσκηνα, τρεις από αυτούς τους εγκληματίες έστησαν ενέδρα στο κέντρο της Λευκωσίας για να δολοφονήσουν τον Βάσο Λυσσαρίδη και δολοφόνησαν τον Δώρο Λοΐζου. 30 Αυγούστου 1974. Ούτε αυτοί τιμωρήθηκαν ποτέ.
Οι λογαριασμοί της νομιμότητας με το πραξικόπημα έκλεισαν με την καταδίκη του Σαμψών. Ούτε εδώ, ούτε στην Αθήνα από όπου έδρασαν οι πιο ονομαστοί προδότες, αποδόθηκε δικαιοσύνη. Ατιμώρητοι όλοι. Μόνο ο λαός τιμωρήθηκε. Με τιμωρία διαρκείας. Μισό αιώνα και συνεχίζεται.