Αυτή η στήλη είναι από τη φύση της μίζερη και είναι απίθανο να διαβάσει κανείς εδώ ύμνους, διθυράμβους και παινέματα. Ακόμη πιο απίθανο είναι να δει να περιγράφεται η κυπριακή πολιτιστική πραγματικότητα ως επίγειος παράδεισος δημιουργικού οίστρου, εργονομικών υποδομών και λειτουργικών θεσμών ή ιθυνόντων που σκίζονται για να διευκολύνουν και να ανταμείψουν τον καλλιτέχνη και το κοινό. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι τον απόλυτο μηδενισμό και την αντιμετώπιση του εγχώριου τοπίου ως υποανάπτυκτου ή σχεδόν «παρθένου» υπάρχει μια ικανή απόσταση.

Στις αρχές του περασμένου Απριλίου «προσγειώθηκαν» στη ζωή μας οι πρώτες πληροφορίες για το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Κύπρου (CITF), που από το όνομα κιόλας έκανε πάταγο. Διότι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις όσο πιο απλή και περιεκτική είναι η επωνυμία μιας διοργάνωσης, τόσο πιο φιλόδοξη φαντάζει. Το φεστιβάλ ανακοίνωσε ότι θα φέρει στην Κύπρο σπουδαία ονόματα από τη διεθνή σκηνή και πράγματι έφερε τον larger-than-life Τζον Μάλκοβιτς και δύο εξέχοντες –αντικαθεστωτικούς- Ρώσους σκηνοθέτες, τον Κιρίλ Σερεμπρένικοφ και τον Ιβάν Βιριπάγιεφ.

Εντύπωση προκάλεσε και η ένταξη τριών παραστάσεων από την υψηλών αξιώσεων νέα παραγωγή της Fresh Target «Το μόνο πράγμα που χρειάζεται να ξέρετε για τον Ντεριντά». Κάπως, έτσι προσγειώθηκε στην πολιτιστική μας ζωή και ο κοσμοπολίτης Αλεξάντερ Βάινσταϊν, γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη «κινηματογραφικός και θεατρικός παραγωγός και διευθυντής Ακαδημίας Θεάτρου», που το τελευταίο διάστημα διαμένει στην Κύπρο.

Να ομολογήσω την αμαρτία μου, εξαρχής ήμουν μάλλον καχύποπτος με αυτό το νέο και ουρανοκατέβατο φρούτο, το CITF, που με περίσσιο θράσος και αυτοπεποίθηση δήλωνε ουσιαστικά ότι έρχεται να εγκαθιδρύσει νέα τετελεσμένα και ισορροπίες στα θεατρικά και φεστιβαλικά μας δρώμενα. Διέκρινα μια βιασύνη και μια σχετική ανοργανωσιά, με επιστέγασμα το γεγονός ότι οι διοργανωτές ανακοίνωσαν τη συμμετοχή στο ΔΣ του φεστιβάλ σημαντικών προσωπικοτήτων της πολιτιστικής ζωής της Κύπρου… χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν.

Από την άλλη, ήταν και κάποιες επικοινωνιακές γκέλες, όπως η προώθηση του πολυσυζητημένου Festival Ticket, του πάσου των €950 που έδινε προνομιακή πρόσβαση σε παραστάσεις και παράλληλες εκδηλώσεις. Αυτό γενίκευσε την εντύπωση ότι η διοργάνωση απευθύνεται μόνο σε εύπορους ή/ και επιδειξίες συμπολίτες μας, από τη ρωσόφωνη κατά βάση κοινότητα.

Γενικότερα, οι τιμές δεν ήταν φθηνές αλλά σίγουρα υπήρχαν και προσιτές, όμως σε γενικές γραμμές αυτό είναι δευτερεύουσας σημασίας από τη στιγμή που επρόκειτο για ιδιωτική πρωτοβουλία που ήθελε να καλύψει τα έξοδά της. Στο τέλος της ημέρας, κατάφερε να προσελκύσει 6-7 χιλιάδες θεατές και να κερδίσει το στοίχημα της προσέλευσης. Στον καπιταλισμό εξακολουθούμε να ζούμε και σ’ όποιον αρέσει.

Εκ των υστέρων, μπορώ να πιστώσω στον Αλεξάντερ Βαϊνστάιν ότι μέχρι ενός σημείου πέτυχε τους πρακτικούς στόχους του. Με εξαίρεση την τελευταία παραγωγή του προγράμματος «Mitcha Figa: Ο περιττός άνθρωπος» του Ισραηλινού Γιεχεζκέλ Λαζάροβ, οι υπόλοιπες πραγματοποιήθηκαν κανονικά και σε γεμάτες αίθουσες μαζί με τις παράλληλες εκδηλώσεις.

Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, σ’ εκείνες τουλάχιστον που έτυχε να παρακολουθήσω, δεν με ικανοποίησε. Παρά το γεγονός ότι ο Μάλκοβιτς στην ενδιαφέρουσα ανοιχτή συζήτηση στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι αγαπάει το θέατρο και το αισθάνεται σαν «σπίτι» του, η παράσταση «The Infamous Ramires Hoffman» κάθε άλλο παρά θέατρο ήταν. Ήταν περισσότερο ένα δρώμενο με ζωντανή μουσική και τον ίδιο να παρεμβαίνει αφηγούμενος ένα θαυμάσιο, ομολογουμένως, κείμενο του Ρομπέρτο Μπολάνιο, που όμως δεν μπήκε καν στον κόπο να αποστηθίσει.

Όσο για την παραγωγή του Πάρι Ερωτοκρίτου στη Σια, στο πλαίσιο του φεστιβάλ, ήταν μάλλον φιάσκο. Οι συγκεκριμένες πρώτες παραστάσεις απευθύνονταν μόνο στο ρωσόφωνο κοινό και στο πρώτο επεισόδιο που συμμετείχαν οι Φιλιππινέζες αν δεν γνώριζες ρωσικά (διακρίνονταν οι υπότιτλοι σε πανί) ή έστω… ταγκαλόγκ, με τίποτα δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τι έγραφαν οι αγγλικοί υπέρτιτλοι στην πλαγιά πάνω από τη λίμνη. Επιφυλάσσομαι, φυσικά για τις παραστάσεις των Εβγκένι Κουλάγκιν και Ιβάν Βιριπάγεφ, με τις πολλές περγαμηνές, τις οποίες δεν είδα.

Πέρα ωστόσο από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, που ποτέ δεν είναι εγγυημένο και ενίοτε είναι και υποκειμενικό, θα ήθελα να σταθώ σε όσα επανειλημμένα και στοχευμένα διακήρυξε ο διοργανωτής σε ανακοινώσεις, τοποθετήσεις, συνεντεύξεις του σχετικά με τη φιλοδοξία του να μετατρέψει την Κύπρο σε «νότια Αβινιόν». Το υπέβαλλε μάλιστα δημόσια ως ερώτημα και στον Τζον Μάλκοβιτς ζητώντας τη συμβουλή του, λαμβάνοντας μια μάλλον διπλωματική απάντηση.

Κάτι ανάλογο έλεγε και στην απολογιστική –επιχειρηματικού ύφους – συνέντευξή του στην Cyprus Business News, αποδεικνύοντας πως αγνοεί την καλλιτεχνική πραγματικότητα στο νησί και το δυναμικό της και περισσότερο πλασάρει τον εαυτό του περίπου ως επίδοξο θεμελιωτή της θεατρικής σκηνής. Αν όχι και της καλλιτεχνικής, γενικότερα, παρότι βρήκε να πει δυο καλά λόγια για την έκθεση «Casts Of An Island» του Ιδρύματος Psi στη Λεμεσό, δείχνοντας σχεδόν… έκπληκτος που σ’ αυτή τη χώρα ο τροχός έχει τελικά ανακαλυφθεί.

Η απόσταση από το Κρο Μανιόν, το καταφύγιο στη Γαλλία που βρέθηκαν κατάλοιπα των πρώιμων Homo sapiens sapiens, μέχρι την Αβινιόν είναι 500 χιλιόμετρα. Άλλα τόσα απέχει το Μπιλμπάο το οποίο επίσης ανέφερε ως παράδειγμα μεταμόρφωσης του brand μιας περιοχής μέσω ενός πολιτιστικού γεγονότος. Μπορεί η Κύπρος να μην έχει διανύσει όλη αυτή την απόσταση, αλλά όσο να’ ναι μια πορεία την έχει. Αυτές οι νεοαποικιακού τύπου διακηρύξεις και τοποθετήσεις προδίδουν μια αλαζονεία και αίσθηση πολιτιστικής υπεροχής, αλλά περισσότερο προδίδουν άγνοια. Αντί να έρχεται με την ιδέα ότι θα κομίσει γλαύκα εις Αθήνας θα έπρεπε να προσεγγίζει με ανοιχτό μυαλό τον στόχο του.

Για να είμαι δίκαιος, δεν αμφισβητώ τις καλές προθέσεις του, ωστόσο θεωρώ ότι αν όντως θέλει να προσφέρει στον τομέα, θα χρειαστεί να ενημερωθεί καλύτερα για την καλλιτεχνική σκηνή και τους θεσμούς. Διότι μέχρι τώρα δίνει την εντύπωση ότι πρεσβεύει μια άλλη, παράλληλη πραγματικότητα. Δεν αποκλείεται το φαινόμενο να έχει τις ρίζες του σε ένα βαθύτερο ζήτημα επικοινωνίας και αμηχανίας που παρατηρείται στις σχέσεις της κοινωνίας με τη ρωσόφωνη κοινότητα στο νησί. Πρωτοβουλίες όπως η προαναφερθείσα έκθεση «Casts Of An Island» ανοίγουν διαύλους για τη μελλοντική θεραπεία του φαινομένου. Αλλά ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς.

Ελεύθερα, 30.6.2024