Τώρα που τελείωσαν οι εκλογές και οι τενέκες θα επανατοποθετηθούν στην αποθήκη μέχρι τον Μάη του 2026 είναι ευκαιρία να ξαναδούμε όλη μας αυτή την ευφάνταστη ιδέα του να έρθουν μαζί ευρωεκλογές και εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης. Να δούμε εάν μια τόσο πολύπλοκη εκλογική διαδικασία άξιζε τελικά τον κόπο ή πέτυχε στον τελικό της στόχο.
Η συζήτηση για ενοποίηση κάποιων εκλογικών διαδικασιών πάει πίσω αρκετά χρόνια και στηρίχθηκε αρχικά στο ότι στην Κύπρο είχαμε συχνά εκλογές: Προεδρικές, ένα και κάτι χρόνο μετά ευρωεκλογές, ύστερα από δύο χρόνια βουλευτικές και αμέσως μετά από εφτά μήνες δημοτικές. Αυτό το συχνό φαινόμενο των εκλογικών αναμετρήσεων μας έκανε όλους, λίγο ή πολύ, να πιστέψουμε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος τουλάχιστον δύο εκλογικές διαδικασίες έπρεπε να διεξάγονται την ίδια ημέρα.
Εν τέλει αποφασίστηκε ότι οι πιο βολικές ήταν οι ευρωεκλογές και οι εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση. Οι υποστηρικτές αυτής της ενωποίησης πάτησαν πάνω στο προφανές που ήταν το υψηλό ποσοστό αποχής που παρέπεμπε σε μια αδιαφορία του εκλογικού σώματος σ’ αυτές τις διαδικασίες. Αδιαφορία η οποία συνδέθηκε ευθέως με το ότι είχαμε συχνά εκλογές. Υπήρχαν βεβαίως και εκείνοι που το σκέφτηκαν το έβλεπαν το θέμα από οικονομικής πλευράς και θεωρούσαν ότι οι πιο πολλές εκλογικές διαδικασίες σήμαινε και περισσότερα έξοδα. Και με συνοπτικές διαδικασίες προσπεράστηκαν οι ενστάσεις που είχαν οι υπάλληλοι του δημοσίου που ήγειραν κάποια ερωτηματικά, και οι οποίοι στο τέλος ήταν και οι μόνοι που πέρασαν με άριστα αυτή την πολύπλοκη διαδικασία.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα κανένας δεν κάθισε να δει σοβαρά τις πολιτικές επιπτώσεις του όλου εγχειρήματος. Και αν κάποιοι τόλμησαν να πουν κάτι οι φωνές τους χάθηκαν μέσα στον γενικότερο «ενθουσιασμό» του ότι θα γλύτωνε ο τόπος μια εκλογική διαδικασία και έξοδα (αυτό με το κόστος θα πρέπει να το δούμε, γιατί στο τέλος προσωπικά δεν πιστεύω ότι υπήρξε εξοικονόμηση). Ούτε και βεβαίως πρόσεξε κάποιος ότι κύριοι εκφραστές αυτής της ενοποίησης ήταν πρωτίστως άτομα τα οποία «φοβούνταν» τις εκλογές.
Καθώς απομακρυνόμαστε από την ημέρα των εκλογών μπορούμε όλοι μας (πολίτες, ψηφοφόροι, κόμματα, πολιτικοί) να δούμε με νηφαλιότητα την όλη διαδικασία, που δεν είναι μόνο το εκλογικό αποτέλεσμα. Πρέπει να δούμε πίσω από το εκλογικό αποτέλεσμα το πως το εκλογικό σώμα είδε και χρησιμοποίησε αυτή την πολύπλοκη διαδικασία. Να δούμε πόσο χρήσιμο ήταν για τον ψηφοφόρο να έχει έξι ή περισσότερα ψηφοδέλτια στο χέρι του. Ένας ψηφοφόρος που μουρμούρησε πολύ προεκλογικά και κλάφτηκε ότι δεν θα ήξερε τι θα ψηφίσει, αλλά όπως φάνηκε, ήξερε πολύ καλά τι έκανε.
Υπάρχει η άποψη ότι λόγω αυτής της ενοποίησης υπήρξε αυξημένη συμμετοχή ψηφοφόρων. Αλλά υπάρχουν διαφορετικές απόψεις εάν αυτό οφείλεται στις ευρωεκλογές ή στις νέας μορφής δημοτικές εκλογές. Ένας συνδυασμός και των δύο θα έλεγα, γιατί οι εκατοντάδες υποψήφιοι για τις νέες δημαρχούμενες περιοχές έφεραν και κόσμο στην κάλπη. Είναι κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ένας νεαρος κατάφερε να φέρει κόσμο από την αποχή και να τον ψηφίσουν. Αυτό είναι κάτι που σηκώνει μεγαλύτερη συζήτηση που πρέπει κάποια στιγμή να γίνει.
Εκείνο που πραγματικά έγινε την 9η Ιουνίου ήταν πως ο όγκος των πολλών ψηφοδελτίων προσέφερε στον κάθε ψηφοφόρο να δώσει μία ψήφο στο κόμμα του και να διασπείρει όλες τις άλλες από την αριστερά μέχρι και την άκρα δεξιά, ή και να ρίξει ένα «ν» για να κάνει το χάζι του. Επέλεγε σε ποια από τις ψηφοφορίες θα ήταν «κομματικά όρθός» και εν συνεχεία αφού το δινόταν απλόχερα αυτή η ευκαιρία έκανε και το κομμάτι του, με άλλες επιλογές. Προφανώς γνωρίζοντας εκ προοιμίου ότι αυτό δεν θα φανεί, ακόμα κι αν κάτσουμε κάτω και δούμε μια-μια τις κάλπες.
Πολιτικά, το πείραμα των πολλαπλών εκλογών μόνο επιτυχημένο δεν είναι. Γιατί οι εκλογές δεν είναι, και δεν πρόκειται να μετατραπούν όσο κι αν το επιδιώκουν κάποιοι, ένα πανηγύρι. Πρόκειται για μια άκρως πολιτική διαδικασία μέσω της οποίας εξάγονται συγκεκριμένα πολιτικά συμπεράσματα. Και στην περίπτωση των εκλογών της 9ης Ιουνίου αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει με σαφήνεια.