Είναι στη φύση των φεστιβάλ –όπως κάθε σημαντικής πολιτιστικής διοργάνωσης- να εξελίσσονται, να μη μένουν στάσιμα, να αναστοχάζονται και να επαναδιαπραγματεύονται το ίδιο τους το στίγμα.

Οι άνθρωποι- κλειδιά αντικαθίστανται, έρχονται νέα πρόσωπα με καινούριες ιδέες και κοσμοθεωρία, ενώ παράλληλα αλλάζουν οι εποχές και οι ανάγκες. Αρκεί να μην το παρακάνουν με τις αλλαγές και από τη μια μέρα στην άλλη μετατραπούν από φεστιβάλ σε… χορηγικά προγράμματα. Όμως, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Υπάρχουν, βέβαια, σταθερά και διαχρονικά ζητούμενα όπως η ανάπτυξη νέων ακροατηρίων, η ερευνητική εργασία, η ενίσχυση της διαλεκτικής σχέσης στην καλλιτεχνική δημιουργία κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη είναι μέρος της διαδικασίας. Ωστόσο, όταν οι άνθρωποι και οι συνθήκες τα φέρουν έτσι ώστε να παρεκκλίνουν δραματικά από την αρχική τους φιλοσοφία, τότε το λιγότερο που οφείλουν να κάνουν είναι να το ξεκαθαρίσουν και να το εξηγήσουν δημόσια.

Αναφέρομαι στο Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, έναν από τους ιστορικότερους και σημαντικότερους καλλιτεχνικούς θεσμούς στην Κύπρο. Το οποίο αποφάσισε φέτος, περισσότερο από ποτέ, να δώσει έμφαση στο στοιχείο του «ελληνικού» και λιγότερο στο στοιχείο του «διεθνούς». Α, και καθόλου στην κυπριακή του διάσταση, για πρώτη φορά την τελευταία 20ετία που προσωπικά το παρακολουθώ.

Η αλήθεια είναι ότι ένα μέρος του εαυτού μου, ως θεατής, δεν θα μπορούσε να μη χαρεί μαθαίνοντας ότι στη φετινή, 27η διοργάνωση, θα δούμε στην Κύπρο προτάσεις τεσσάρων σκηνοθετών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή δημιουργίας στον ελλαδικό χώρο, αλλά και με διεθνή παρουσία: του Θόδωρου Τερζόπουλου, του Γιάννη Κακλέα, του Γιάννη Παρασκευόπουλου και του Θάνου Παπακωνσταντίνου.

Το γεγονός, επίσης, ότι οι τρεις από τις τέσσερις παραγωγές φέρουν την υπογραφή των δύο κρατικών θεάτρων της Ελλάδας (Εθνικού και ΚΘΒΕ) επιτρέπουν τη σχεδόν… υβριστική διαπίστωση ότι το Κούριο θα μετατραπεί από τις 26 Ιουλίου μέχρι τις 10 Αυγούστου σε μια «κυπριακή Επίδαυρο». Ο δε Ορέστης του Θεάτρου Τόνι Μπουλάντρα από το Τιργκόβιστε της Βλαχίας, σε σκηνοθεσία Παρασκευόπουλου (ο οποίος πρόσφατα σκηνοθέτησε την παραγωγή του ΘΟΚ «Όποιος θέλει να χωρίσει να σηκώσει το χέρι του»), φιλοδοξεί να «χρυσώσει το χάπι» για το κοινό της Πάφου και της Λευκωσίας. Ώστε να μπορεί το φεστιβάλ να διατείνεται ότι διοργανώνεται σε παγκύπρια βάση.

Θυμίζω εδώ ότι –έστω και τιμητικά- η διοργάνωση εξακολουθεί να έχει ως τυπική έδρα την Πάφο και το Αρχαίο Ωδείο, τον χώρο δηλαδή όπου γεννήθηκε το 1997, χάρη στο όραμα και το πείσμα του τότε εκτελεστικού του διευθυντή, Νίκου Σιαφκάλη. Εξ ου και κάνει την έναρξή του και φέτος στην Πάφο, την Παρασκευή 19 Ιουλίου με τον ρουμανόφωνο Ορέστη, που θα είναι η μοναδική παράσταση που παρουσιάζεται εκεί. Καλύτερα από το τίποτα, θα πει κανείς, και κάτι ανάλογο ισχύει για το Αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών και τη Λευκωσία, όπου παρουσιάζεται στις 21 Ιουλίου.

Παρά τα εύλογα παράπονα, ειδικά των τοπικών αρχών και της κοινωνίας της πολιτιστικά παραμελημένης Πάφου –για την οποία παραμέληση δεν ευθύνεται το φεστιβάλ- κατά την ταπεινή μου άποψη το πρόβλημα για το οποίο συζητάμε δεν είναι γεωγραφικό. Ούτε είναι πιο «προνομιούχος» ο κάτοικος της Λεμεσού που απέχει 20 χιλιόμετρα από το Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, σε σχέση μ’ αυτόν της Πάφου που απέχει 50 ή αυτόν της Λευκωσίας που απέχει 100. Τι να πουν άλλωστε και οι Λαρνακείς, που το φεστιβάλ τους έχει «ξεγραμμένους».

Οι αποστάσεις στην Κύπρο είναι αστείες κι όσο κι αν είναι βολικό να έχουμε τις παραστάσεις έξω από την πόρτα μας, καλό είναι να θυμόμαστε ότι λ.χ. οι Αθηναίοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να οδηγήσουν για 140 χιλιόμετρα, με χειρότερους δρόμους, ακριβότερη βενζίνη, περισσότερη κίνηση και πληρώνοντας και διόδια, για να πάνε να δουν παράσταση στην Επίδαυρο.

Αν μπει κάποιος στην επίσημη ιστοσελίδα του φεστιβάλ θα δει στο ιστορικό του ότι έχει εδραιωθεί ως «πολιτισμικό γεγονός διεθνούς εμβέλειας», που «προσελκύει θεατρικά σχήματα από πολλά μέρη του κόσμου», ότι προσφέρει σύγχρονο χώρο σε σκηνοθέτες να παρουσιάσουν την ερμηνεία τους «στη δική τους γλώσσα, χρωματισμένη με το δικό τους ξεχωριστό πολιτισμικό χρώμα» κι ότι έχουν παρουσιάσει παραγωγές τους 135 θεατρικά σχήματα από 24 χώρες. Επιπλέον, ότι χρόνο με τον χρόνο «αποκτά και ενισχύει τον δικό του πολυπολιτισμικό και διεθνή χαρακτήρα» ανοίγοντας εποικοδομητικούς διαλόγους με άλλες χώρες.

Ο διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου του ΔΙΘ Χρίστος Γεωργίου, επιβεβαίωνε πέρσι σε συνέντευξή του ότι αρχικός στόχος είναι το διεθνές στοιχείο, «να δούμε πώς άλλοι πολιτισμοί παρουσιάζουν παραστάσεις αρχαίου ελληνικού δράματος», υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά ότι αυτό συνιστά και τη «μοναδικότητα» της διοργάνωσης της Κύπρου, σε σύγκριση λ.χ. με της Επιδαύρου, των Συρακουσών, της Μέριδας.

Συγνώμη, αλλά αυτό εγώ δεν το βλέπω. Όταν η μοναδική μη ελληνόφωνη παραγωγή είναι κι αυτή από Έλληνα σκηνοθέτη, πού είναι η μοναδικότητα; Για να είμαι δίκαιος, το κοινό κάθε άλλο παρά συμφωνεί μαζί μου σ΄αυτές τις διαπιστώσεις και διαχρονικά γεμίζει τα θέατρα μόνο σε παραγωγές από την Ελλάδα- κατά προτίμηση με γνώριμους πρωταγωνιστές. Το είδαμε και πέρσι ακόμη στις Βάκχες του Τερζόπουλου από το Εθνικό Θέατρο της Ουγγαρίας, που η προσέλευση δεν ήταν η αναμενόμενη.

Να πω μόνο ότι το 2012 το φεστιβάλ είχε στο καλεντάρι του οκτώ (8) παραγωγές εκ των οποίων οι τρεις (3) κυπριακές και μάλιστα η μία από αυτές ήταν του ΘΟΚ: η παράσταση «Ηλέκτρα και Ορέστης, η Δίκη» σε σκηνοθεσία Χανάν Σνιρ. Παρεπιμπτόντως, ακόμη δεν έχω καταλάβει γιατί ο ΘΟΚ δεν συμμετέχει στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου πάνω στο αρχαίο δράμα, αλλά επειδή στα μάτια του θεατή η διαφορά είναι μικρή, το προσπερνώ αυτό. Το πιο ενοχλητικό είναι ότι τη στιγμή που το Σχέδιο Θυμέλη εξακολουθεί να προκαλεί τριγμούς στη θεατρική κοινότητα, ακόμη ένας κρατικός θεσμός περνά την άσχημη εικόνα ότι κρατά την πόρτα ερμητικά κλειστή στην εγχώρια δημιουργία.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι αν το φεστιβάλ έχει αλλάξει ρότα και φιλοσοφία, καλό είναι να μας ενημερώσει σχετικά. Οι γεωγραφικές ή ημερολογιακές αλλαγές είναι το λιγότερο, η ουσία είναι αν νιώθει ότι κλήθηκε να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε μετά την κατάργηση του Φεστιβάλ Κύπρια, φιλοξενώντας κατά κύριο λόγο μεγάλες και ακριβές παραγωγές από την Ελλάδα.

Ελεύθερα, 9.6.2024