Οι εκλογές της 9ης Ιουνίου είχαν εξ αρχής ιδιαιτερότητες οι οποίες αναμένεται ότι θα παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος της ερχόμενης Κυριακής. Καθορίζοντας παράλληλα και το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο στην Κύπρο, το οποίο θα μας απασχολήσει σε διάφορα επίπεδα από το κλείσιμο των καλπών.
Μία από τις πλέον σημαντικές ιδιαιτερότητες που είχαν, από καθιερώσεώς του, οι εκλογές για την ανάδειξη μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι πως σ’ αυτές έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν ως ισότιμοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι Τουρκοκύπριοι. Σε αντίθεση με τους περιορισμούς που τίθενται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου η κάθε κοινότητα εκλέγει τους δικούς της εκπροσώπους σε χωριστές εκλογικές διαδικασίες, στην περίπτωση των ευρωεκλογών αυτές οι απαγορεύσεις παύουν να ισχύουν. (Τουλάχιστον ενόσο συνεχίζεται η παρούσα πολιτική κατάσταση στο νησί).
Ως εκ τούτου οι Τουρκοκύπριοι, χάρη στο δικαίωμα που παρέχει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, αποκτούν ένα σημαντικό προνόμιο στις εκλογές για την ανάδειξη των έξι μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπούν (πέραν από τα κόμματά τους και) την Κυπριακή Δημοκρατία. Ένα δικαίωμα που τους δίνει παράλληλα και το δικαίωμα να παίξουν σημαντικότερο πολιτικό ρόλο απ’ αυτό που τους επιτρέπει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Γιατί στην περίπτωση του κυπριακού συντάγματος οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δύνανται να καθορίσουν τα πολιτικά/κομματικά πράγματα εντός της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας αντίστοιχα. Στην περίπτωση των ευρωεκλογών η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, στο πλαίσιο ενός ενιαίου εκλογικού σώματος, δύναται να καθορίσει το πολιτικό σκηνικό της μετά τις εκλογές περίοδο εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
Σ’ αυτές τις ευρωεκλογές οι εγγεγραμμένοι Τουρκοκύπριοι ψηφοφόροι είναι λίγο πιο πάνω από 103 χιλιάδες, έχοντας σημειώσει μια αύξηση (σε σύγκριση με το 2019) που αγγίζει τις 30 χιλιάδες. Αριθμός αρκετά σημαντικός σε ένα εκλογικό σώμα 706 χιλιάδων ψηφοφόρων. Εάν το δικαίωμα άσκησης εκλογικού δικαιώματος μετουσιωθεί σε πραγματική συμμετοχή στις εκλογές τότε θα προκύψει ένα νέο δεδομένο με ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις.
Ενώ μέχρι και το 2019 οι ευρωπαϊκές εκλογές ήταν ένα γήπεδο όπου ο Δημοκρατικός Συναγερμός έπαιζε μόνος του και με άνεση, τα δεδομένα τείνουν να διαφοροποιηθούν. Το επιτυχημένο εγχείρημα του 2019 έδωσαν στο ΑΚΕΛ νέο ισχυρό χαρτί το οποίο έρχεται φέτος να χρησιμοποιήσει στις φετινές εκλογές, δημιουργώντας νέα δεδομένα στον πολιτικό αγωνιστικό χώρο κατά τρόπο που ο κύριος του αντίπαλος, ο ΔΗΣΥ, να δυσκολεύεται στο να το αντιμετωπίσει. Ενώ στις προηγούμενες εκλογές η συνδρομή των τουρκοκυπριακών κομμάτων της αριστεράς ήταν περισσότερο φιλοφρονητική παρά ουσιαστική, φέτος τα δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί. Τα αριστερά τουρκοκυπριακά κόμματα και κυρίως το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα από νωρίς εργάστηκαν, οργανωμένα και συστηματικά, προκειμένου να βοηθήσουν το ΑΚΕΛ, το κόμμα που πρώτο κατάφερε να εκλέξει έναν Τουρκοκύπριο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Στις ευρωεκλογές του 2019 το ΑΚΕΛ υπολογίζεται ότι κατάφερε να ενισχύσει το εκλογικό του εκτόπισμα κατά 1,5% ένεκα των τουρκοκυπριακών ψήφων. Δίνοντας έτσι στο κόμμα της αριστεράς τη δυνατότητα να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό ποσοστό αποφεύγοντας τις όποιες άλλες πιθανές εσωκομματικές περιπέτειες. Παράλληλα ήρθε το ποσοστό αυτό να καλύψει τα σημαντικά κενά αποχής που πάντοτε το ΑΚΕΛ αντιμετώπιζε σ’ αυτές τις εκλογές.
Με τα σημερινά δεδομένα εάν το ΑΚΕΛ καταφέρει να πάρει ένα ποσοστό της τάξης του 1,5-2 τοις εκατόν, μέσω της συμμετοχής των Τουρκοκυπρίων, αυτό σημαίνει πολύ περισσότερα από την κάλυψη κενών αποχής, αφού θα του δώσει τη δυνατότητα να πανηγυρίσει μια πρωτοφανή εκλογική νίκη. Στην αντίπερα όχθη ο ΔΗΣΥ με δεδομένη την αδυναμία του να προσελκύσει Τουρκοκύπριους ψηφοφόρους βρίσκεται ενώπιον του ενός ορατού κινδύνου μιας ήττας με πολλαπλές παρενέργειες.
Το μόνο όπλο που έχει σήμερα στα χέρια του ο ΔΗΣΥ, λίγο πριν τις εκλογές της 9ης Ιουνίου, για να καταφέρει να σώσει την παρτίδα και να αποφύγει ακόμα χειρότερες ημέρες εσωκομματικά είναι να καταφέρει να πείσει δυσφορούντες, αποστασιοποιουμένους, να πάνε στις κάλπες. Εγχείρημα δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.