Μαύρα πολυτελή αυτοκίνητα γέμισαν τις στράτες! Από αυτά κατέβηκαν σοβαροφανείς κύριοι με μαύρα κοστούμια, μαύρες γραβάτες και μαύρα μυτερά παπούτσια. Νεκροθάφτες. Δούλοι κρατούσαν χάρτες και χαρτοφύλακες και κοντοστέκονταν στις προσταγές τους.
Τα μαύρα αυτοκίνητα συνέχισαν να ξεβράζουν νεκροθάφτες. Επικεφαλής ήταν σημαίνον πρόσωπο. Κοντός με σκούρα γυαλιά, λαδιασμένες με μπριγιαντίνη τρίχες που μάταια προσπαθούν να καλύψουν το φαλακρό της κεφαλής και το ελάχιστο μέτωπο, ενώ δύο χρυσά δόντια άστραφταν στον ήλιο του μεσημεριού. Όσοι κατέβαιναν από τα μαύρα αυτοκίνητα περνούσαν μπροστά του με μια ελαφριά υπόκλιση της κεφαλής… Hoş geldiniz efendim, Teşekkürler, patron!…η ματιά αυτουνού αλλού, ως να περνούσαν μυρμήγκια μπροστά του. Μετρούσε εμβαδά, τη θάλασσα, τα σπίτια, τις πολυκατοικίες, τα ξενοδοχεία, όπως τότε ο εμίρης Μωαβία.
Μαζεύτηκαν έξω από το Κωνστάντια. Παρατρεχάμενοι ιδρωμένοι κουβαλούσαν φακέλους και χάρτες. Προχώρησαν δεξιά σκουντουφλώντας επάνω στον κόσμο που ήταν αραγμένος στην παραλία. Στην πόρτα του σπιτιού του ο Κουννάς τους καταράστηκε στη γλώσσα των προγόνων του, έφτυσε χάμω και τράβηξε στο στενό. Δεν κατάλαβαν, προσπέρασαν. Από τα κάγκελα του Σαλαμίνια ένα παλικάρι σηκώθηκε και τους έφραξε τον δρόμο με ότι απέμεινε από το σώμα του. Τον αγνόησαν, τον έσπρωξαν, αλλά αυτός επέμενε, τους ακολούθησε. Στην ευθεία βρέθηκαν μπροστά στο διαμέρισμα του κυρίου Τσίμον, που καθόταν στη βεράντα με την κυρία Ντίνα, τον Κύρα και τον Ντίμη.
Ο επικεφαλής έβηξε για να τραβήξει την προσοχή τους, ένας δούλος καταϊδρωμένος έφερε χάρτη, τον άπλωσε χάμω, και ενώ η οικογένεια τους γύρισε την πλάτη ένα ξαφνικό αεράκι πήρε τον χάρτη και τον πέταξε στη θάλασσα. Σκυλόβρισε και διαολόστειλε τον δούλο ο επικεφαλής, του είπε να χαθεί και να μαζέψει πέτρες να βάζει πάνω στις άκρες των χαρτών για να μην πετάνε. Δίπλα ο κύριος Ιάκωβος προσπαθούσε να διορθώσει ένα μπλε παράθυρο που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια των λουόμενων.
Του φώναξαν, ο κύριος Ιάκωβος μπήκε μέσα και έκλεισε το μπλε παράθυρο. Απορημένοι κοντοστάθηκαν στην Αγία Τριάδα και στον Ναυτικό Όμιλο, είδαν τα τραπεζάκια του Γρίβα και τα απλωμένα δίχτυα, και πήγαν να καθίσουν στη σκιά. Από το πουθενά βρέθηκε μπροστά τους ο Χάλος, μισόγυμνος, μαύρος από τον ήλιο με το πλατύγυρο καπέλο του. Τους έφραξε τον δρόμο φωνάζοντας, git git…ως να έδιωχνε σκύλους.
- Που πάτε ρε γύφτοι, τίτσιροι, που νομίζετε ότι παρπατάτε;
Ξαφνιάστηκαν. Τον πλησίασε ο επικεφαλής και του έδειξε ένα φάκελο.
- Να τον βάλεις τζαχαμέ που ξέρεις ρε πεζεβέγκη, του είπε ο Χάλος, έσβησε το τσιγάρο του στην άμμο, του γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Μικρή αναταραχή επικράτησε. Ο επικεφαλής έφτυσε πάνω στα μαύρα γυαλιά, τα καθάρισε και μπήκε στο Φάληρο. Ήταν ζέστη, ντάλα μεσημέρι. Μπήκαν και οι υπόλοιποι, κτύπησαν τα χέρια τους να παραγγείλουν καφέδες. Ουδείς γύρισε να τους δει. Ως να μην υπήρχαν. Σέρβιραν καφέδες και μαχαλεπιά στους γύρω, σε αυτούς δεν πλησίασε κανείς. Ξανακτύπησε παλαμάκια ο επικεφαλής. Καμία ανταπόκριση. Σηκώθηκαν νευριασμένοι και έφυγαν βλέποντας το ευρωπαϊκώτατο King George.
Στη βεράντα ατάραχοι, ο Σέργης, ο Κομίτης, ο Σκοτεινός και η Νέλλη τσακώνονταν για την παράσταση στη Σαλαμίνα. Δίπλα ο Πράγκος, ο Μέγας, ο Μαραγκός, ο Λοϊζίδης, ο Νικούθκιας, ο κύριος Παναγιώτης, ο απαραίτητος Κάκος, ο Χάρης ο Σιάηλος, τζαι ο Ιακώβου ετοίμαζαν τους αγώνες των ταχυπλόων σκαφών του Σαββατοκύριακου. Θρονιάστηκαν δίπλα τους και προσπάθησαν να τους μιλήσουν. Κανείς δε γύρισε να τους δει. Στη διπλανή παρέα προστέθηκε ο Ζαννετίδης με την Ιωάννα, ο Κλυτίδης, ο Δημητράκης, η Λεμονιά, ο Γιαπάνης, η Άλεξ, η Μόνικα, ο Νώντας, ο Χριστάκης, η Χέλεν, ενώ ο γιατρός ο Φάνος απάγγειλε μεγαλοφώνως «το τραίνο έκανε τσουφ-τσούφ και μέσα στους λεμονανθούς μια κότα εκκακάριζε, μηδένα προ του τέλους εμακάριζε».
Τα πήρε στο κρανίο ο επικεφαλής, έγινε ολοκόκκινος, οι υποτακτικοί φοβήθηκαν μη μείνει στον τόπο. Αναθάρρεψε και ούρλιαξε: Εν δικό μας!
Γύρω του όλοι ατάραχοι, ως να μη συνέβαινε τίποτα. Ουδείς γύρισε. Στις παρέες προστέθηκαν και άλλοι, γέμισε, ξεχείλισε από κόσμο η βεράντα του King George, ήρθαν εκατοντάδες, χιλιάδες, άντρες, γυναίκες, παιδιά, πεθαμένοι, ζωντανοί, ήρτεν ο Τεύκρος, ο Ευαγόρας, ο Ονήσιλος, ο κακομάζαλος ο Νικοκρέοντας, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής τζαι ο Πτολεμαίος, ο Βαρνάβας, ο Παύλος, ο Μάρκος, ο Αης Πιφάνης που τη Μηλιά, ήρτεν ο Κάπτεν Ίνγκλις, ο Μογάπγαπ αλά μπρατσέτα με τον Πωλ, ήρταν που το Λιοπέτριν οι τρεις, ήρτεν ο Λιασίδης και ο Κωστέας που τη Λύση, ήρτεν ο Βασίλης που το Λευκόνοικον, ήρτεν ο Αδάμος τζαι ο Πούγιουρος, ο Ευάγγελος με την Αστριντ, ο Αλέξης, ο Μήτσος, η Πέπα, η κυρία Βαλεντίνη, η κυρία Κλαίρη, ο κύριος Καραγιώργης και η κυρία Ζακλίν, ο κύριος Αρσένιος, ο κύριος Θεοδόσης, η Νίκη, ο παπάς, η μάμα, ο Πολύβιος, ο κύριος Αυγερινός, ο κύριος Χατζηιωάννου, η κυρία Μαρία και ο κύριος Παναγιώτης, εμιλούσαν, εγελούσαν, εκατέβηκαν τα σκαλιά, εβκάλαν τα παπούτσια, εμπήκαν μεσ’ τη θάλασα, εγέμωσεν η παραλία, επήαν εις τον Λευκόν Πύργον να πάρουν χαμπάρκα του Παναγή του Αγγελάτου, ήρταν τα σκάφη του λιμανιού ο Οθέλλος και η Δυσδαιμόνα τζαι έριξαν άγκυρα στην Καμήλα.
Άπου φύει φύει οι νεκροθάφτες, εν έμεινεν ένας… τζ’ επήαν εις το ανάθεμα.
Ελεύθερα, 18.2.2024