Η περίφημη στρατηγική απασχόλησης αλλοδαπών από τρίτες χώρες συνεχίζει να προκαλεί αντιδράσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και με τις δύο πλευρές να έχουν παράπονα. Οι μεν εργοδότες φωνάζουν πως τα χρονοδιαγράμματα που αυτή προβλέπει δεν τηρούνται, πως δεν υπάρχει η απαιτούμενη ευελιξία, με αποτέλεσμα το πρόβλημα της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού να παραμένει και να αναδεικνύεται ως η κυριότερη ίσως πρόκληση για το επιχειρείν, κάτι που φρόντισαν να επαναλάβουν και πρόσφατα ΚΕΒΕ και ΟΕΒ με τα μηνύματα τους για το νέο έτος.
Την ίδια ώρα και οι συντεχνίες επιμένουν πως, πλέον, με τη νέα στρατηγική που -όπως καταγγέλλουν έκοψε και έραψε ο τέως υπουργός Εργασίας στα μέτρα των εργοδοτών- οι ίδιες βρίσκονται στο σκοτάδι, καθώς δεν ενημερώνονται για τις αιτήσεις που καταθέτουν οι επιχειρήσεις οι οποίες πολλές φορές μπορεί, όπως λένε, να μην εφαρμόζουν στοιχειώδεις όρους απασχόλησης, πόσο μάλλον συλλογικές συμβάσεις. Δεν κρύβουν επίσης, ένα σχεδόν χρόνο μετά τη νέα στρατηγική, την ενόχλησή τους γιατί δεν υπήρξε επαρκής διάλογος πριν τις αλλαγές. Εν ολίγοις, βλέπουν τη νέα στρατηγική ως άλλο ένα εργαλείο απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Ο διάλογος για τυχόν αλλαγές άρχισε εδώ και λίγο καιρό από την παρούσα Κυβέρνηση, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές διαφοροποιήσεις, τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον. Και αυτό γιατί ήδη επιχειρήσεις και κυρίως τα ξενοδοχεία άρχισαν από τον Δεκέμβριο του 2023 να καταθέτουν αιτήσεις βάσει της υφιστάμενης στρατηγικής και η κατάθεση αιτήσεων και από άλλους κλάδους συνεχίζεται, αφού πρέπει όλοι να στελεχωθούν επαρκώς ενόψει της νέας τουριστικής περιόδους.
Το ψάξιμο για προσωπικό για συνεχίζεται και στην Κύπρο και στην ΕΕ, λένε κάποιοι, αν και οι διαδικασίες είναι στην ουσία τυπικές και το αποτέλεσμα εκ των προτέρων γνωστό. Λίγοι ως γνωστό, εκ των πολλών πλέον αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επιλέγουν να εργαστούν σε κλάδους και επιχειρήσεις με βάρδιες, με Σαββατοκύριακα και με όχι ικανοποιητικό μισθό.
Αυτό όμως είναι ο λόγος που ο διάλογος που άρχισε για τη στρατηγική απασχόλησης ξένων από τρίτες χώρες μπορεί να μην κλείσει σύντομα και πολύ περισσότερο να μην επικεντρωθεί σε διαδικασίες και σε ενημέρωση των ενδιαφερόμενων πλευρών.
Ο συγκεκριμένος διάλογος πρέπει να είναι συνεχής και να εξαντληθούν όλα τα ζητήματα που προκύπτουν και που αρκετές φορές, αλλά όχι πάντα, αναδεικνύουν και οι συντεχνίες που φαίνεται να είναι και ο πυρήνας του προβλήματος. Να επικεντρωθεί στα δικαιώματα και στους όρους εργασίας του ξένου προσωπικού, στους μισθούς που καταβάλλονται, στην ανάγκη ελέγχου αυτών που υπόσχονται να προσφέρουν οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες. Δικαιώματα και όροι που σε συγκεκριμένους κλάδους επικυρώνονται και από τις συντεχνίες, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους εργαζόμενους στην γεωργία και κτηνοτροφία.
Δεν είπαμε να μείνει η οικονομία χωρίς εργατικά χέρια, αλλά θα μπορούσε στο πλαίσιο ενός συνεχούς διαλόγου να υπάρξουν αποφάσεις για καλύτερη ρύθμιση των όρων εργασίας του συνόλου των εργαζομένων. Ξένων και Κύπριων και κοινοτικών, καθώς δεν νοείται να υπάρχουν εργαζόμενοι δύο και τριών ταχυτήτων, κάνοντας την ίδια εργασία, με διαφορετικούς μισθούς και ωράρια.
Έτσι, μπορεί σε μια από τις επόμενες χρονιές η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού να μην είναι πρόκληση και μέγα πρόβλημα για το επιχειρείν. Σαφώς το πρόβλημα δεν θα λυθεί φυσικά, καθώς η ανάπτυξη της οικονομίας και οι ανάγκες της αγοράς εργασίας είναι αδύνατον να καλυφθούν από ντόπιο προσωπικό αλλά θα μπορούσε το ζήτημα να καταστεί πιο διαχειρίσιμο, ιδιαίτερα εάν επιτέλους υπάρξει διασύνδεση και του εκπαιδευτικού συστήματος με τις ανάγκες αυτές.