Έχει επανειλημμένα επισημανθεί πως το γεγονός ότι διαβήκαμε επιτέλους τον Ρουβίκωνα κι έχουμε πια Υφυπουργείο Πολιτισμού και στην Κύπρο, ούτε έλυσε ως δια μαγείας τα υφιστάμενα προβλήματα, ούτε κάλυψε τις τρανταχτές ελλείψεις.

Αλλά ούτε και μάς προσφέρει την πολυτέλεια του εφησυχασμού ότι το τρένο έχει μπει στις ράγες κι είναι θέμα χρόνου όλα να πάνε κατ’ ευχήν. Αντίθετα, τα προβλήματα και τα μέτωπα δεν αποκλείεται να πολλαπλασιαστούν κι αυτό συμβαίνει κατά κανόνα όταν ζούμε σε «ενδιαφέροντες καιρούς». Όταν, δηλαδή, ένα κράτος ανακαλύπτει τον τροχό και προωθεί στοχευμένες πολιτικές και στον συγκεκριμένο τομέα. Αν μη τι άλλο, τα λιμνάζοντα νερά έχουν διασαλευτεί.

Από την άλλη, επειδή όπως εξηγούσε και ο Όργουελ, «όλη η τέχνη είναι προπαγάνδα», δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εξουσία, όσο δημοκρατική κι αν νομίζει ότι είναι, δεν είναι κορόιδο να αυτοϋπονομεύεται ανοίγοντας τον δρόμο σε αφυπνιστικές δυνάμεις που την αμφισβητούν. Δεν συμβαίνει καν εκούσια κι από ένα σημείο και μετά δεν έχει καν να κάνει με πρόσωπα. Η εξουσία– και σ’ αυτή περιλαμβάνω και την οικονομική εξουσία- έχει τους δικούς της μηχανισμούς, τη δική της νοημοσύνη, τη δική της συλλογιστική. Λειτουργεί αυτόνομα. Και κύριο γνώμονα έχει την επέκταση, ή τουλάχιστον τη διατήρηση, των κεκτημένων.

Ο Μάριος Πλωρίτης συνόψιζε τους τρόπους με τους οποίους η Πολιτεία αντιμετωπίζει τους καλλιτέχνες ως εξής: «Είτε τους δέχεται και τους ευνοεί, όταν υπηρετούν τους κρατούντες. Είτε τους ανέχεται και τους αγνοεί, όταν δεν θίγουν τους κρατούντες. Είτε τους αποστρέφεται και τους μάχεται, όταν ενοχλούν τους κρατούντες». Ας μην θίξουμε το ζήτημα κατά πόσον η τέχνη οφείλει ή όχι να είναι το αντίθετο της εξουσίας και μια δύναμη αμφισβήτησης και ανατροπής των κατεστημένων αξιών. Το σίγουρο είναι ότι η Πολιτεία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θεωρητικά βρίσκεται εκεί για να υπηρετεί τον λαό, αποτελεί έκφρασή του και ορίζεται από την ετυμηγορία του, δεν δύναται να αντισταθεί στον πειρασμό να χρησιμοποιεί προς όφελός της την τέχνη. Τις τελευταίες δεκαετίες, μάλιστα, την αξία χρήσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας ανακάλυψαν κι άλλες εκφάνσεις της εξουσίας, όπως τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις. Κάπως απλουστευτικά, θα τολμούσαμε να πούμε ότι η τέχνη είτε είναι μηχανισμός αμφισβήτησης, είτε εργαλείο χειραγώγησης, είτε είναι αδιάφορη.

Ο θεσμός των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας είναι πάντοτε μια καλή αφορμή για έναν ευρύ διάλογο γύρω από την πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή, μια αποτίμηση τάσεων, δεικτών και κατευθύνσεων της πνευματικής ζωής. Είναι επίσης ένας πυλώνας προαγωγής της φιλαναγνωσίας. Δεν παύει όμως να είναι μια επίδειξη ισχύος από πλευράς της εξουσίας, μια διακήρυξη ελέγχου και μια έκφραση συγκατάβασης. «Παίρνω βραβείο σημαίνει αποδέχομαι πνευματικά αφεντικά» έλεγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, που κατά δική του παραδοχή ήταν εκ φύσεως τζαναμπέτης.

Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν ψέγω τους βραβευθέντες, ούτε προσπαθώ να υποβιβάσω την επιτυχία τους. Αντίθετα, θεωρώ ότι πρέπει να διαφυλάξουμε τον θεσμό ως κόρην οφθαλμού και να τον αναβαθμίσουμε ακόμη. Με την υποσημείωση όμως ότι τα βραβεία δεν είναι αυτοσκοπός κι ότι η ουσιαστική αναβάθμιση του θεσμού δεν μπορεί παρά να εκκινεί από την αναβάθμιση της ίδιας της λογοτεχνικής παραγωγής και της φιλαναγνωσίας. Είναι δουλειά του Υφυπουργείου να σχεδιάσει και να εφαρμόσει συγκροτημένες πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά είναι και δουλειά της βάσης, των δημιουργών, να επεκτείνουν τα προσωπικά τους όρια και τη δυναμική της τέχνης τους, για να σπάσουν τα δεσμά που τους δένουν με την όποια εξουσία.

Ναι, είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια χώρα που οι ποιητές μοιάζουν να είναι πιο πολλοί από τους αναγνώστες. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ευλογία, αν το πρόβλημα δεν ήταν ότι οι αναγνώστες είναι λίγοι. Εδώ και μερικά χρόνια το αισθανόμαστε όλοι, το εισπράττουμε, ότι η σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία της Κύπρου, ειδικότερα η πεζογραφία, βρίσκεται ποιοτικά σε ανοδική ρότα. Διεκδικεί μάλιστα τη δικαίωσή της έξω από τα στενά όρια του νησιού, αλλά και έξω από τα στενά όρια του ελληνόφωνου χώρου. Κι αυτό παρά την αμηχανία και τους μετεωρισμούς που προκαλούν οι ιδιαιτερότητες και η θέση της κυπριακής λογοτεχνίας μέσα στο σώμα της ευρύτερης νεοελληνικής.

Η Λίνα Κασσιανίδου δήλωσε πρόσφατα ότι έχει θέσει ως στόχο να είναι μέσα στην επόμενη πενταετία τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης. Μού ακούγεται πολύ φιλόδοξο. Όχι όμως επειδή η Κύπρος είναι μια μικρή χώρα. Υπάρχει το παράδειγμα της Ισλανδίας που το 2011 ήταν εκείνη τιμώμενη. Το πρόβλημα είναι στο πώς θα δημιουργήσεις μια ξεχωριστή δυναμική, ανεξάρτητη από εκείνη της Ελλάδας. Πέρα από τις ιδεολογικές, μορφολογικές, διαλεκτικές ή άλλες ιδιαιτερότητες (που ανήκουν σε μια διαφορετική συζήτηση), η λογοτεχνία της Κύπρου ουσιαστικά βρίσκεται και θεσμικά υπό την ομπρέλα της ελληνικής. Δεν έχει νόημα να δημιουργήσει έναν δικό της φορέα άσκησης πολιτικής, τουλάχιστον όχι χωρίς να περιλαμβάνει και την τουρκοκυπριακή λογοτεχνία. Συνεπώς, ουσιαστικά εξαρτάται από τις προθέσεις και τις πολιτικές της ελληνικής πολιτείας, που την τελευταία δεκαετία και μετά την κατάργηση του ΕΚΕΒΙ έχει κάνει σοβαρά βήματα προς τα πίσω.

Το κολοβό κυπριακό κράτος, με τις παθογένειες και τις αδυναμίες του, οφείλει να ξεπεράσει το γεγονός ότι ουσιαστικά υπονομεύει τον εαυτό του και να κοιτάξει να ασκήσει μια δική του ανεξάρτητη πολιτική για το βιβλίο και τη φιλαναγνωσία, σε μια εποχή που παγκοσμίως είναι κρίσιμη για το είδος και το μέλλον του. Εδώ είναι που χρειάζεται τουλάχιστον μια λειτουργική και ελκυστική κρατική βιβλιοθήκη, ως συντονιστικός φορέας αλλά κι ως σημείο αναφοράς για τα Γράμματα και τις Επιστήμες.

Ελεύθερα, 10.12.2023